Η αναμόρφωση του κέντρου της Αθήνας, με στόχο να αποκτήσει η περιοχή και πάλι ζωή, να αποκτήσει και πάλι μόνιμους κατοίκους, βρίσκεται στο επίκεντρο κυβερνητικού σχεδιασμού, όπως αυτός αποτυπώνεται σε άρθρο του υπουργού Επικρατείας, Άκη Σκέρτσου, στην “Καθημερινή της Κυριακής”.

Αφετηρία θα αποτελέσει η μετακίνηση μιας μεγάλης ομάδας υπουργείων και των διάσπαρτων κτιρίων τους στο “κυβερνητικό πάρκο” που θα δημιουργηθεί στους χώρους της ΠΥΡΚΑΛ, στον Υμηττό: «τα οφέλη από τη μετακίνηση εννέα υπουργείων και της προεδρίας της κυβέρνησης στο “κυβερνητικό πάρκο” που θα δημιουργηθεί στις εγκαταστάσεις της πρώην Πυρκάλ στον Δήμο Υμηττού, δεν εξαντλούνται στην εξοικονόμηση 1 δισ. ευρώ για το Δημόσιο στην επόμενη 25ετία -το οποίο, θυμίζουμε, καταβάλλει ετησίως 60 εκατ. ευρώ για τη στέγαση κρατικών υπηρεσιών σε 191 κτίρια στο λεκανοπέδιο εκ των οποίων τα 141 είναι μισθωμένα», σημειώνει εισαγωγικώς ο υπουργός Επικρατείας, που συνεχίζει στο άρθρο του:

«Στα οφέλη, ασφαλώς, πρέπει να προσθέσουμε τη δημιουργία συνεργειών και προστιθέμενης αξίας στη λειτουργία, στο συντονισμό και στην παραγωγικότητα της κυβέρνησης, τη σημαντική ενεργειακή εξοικονόμηση από τη δημιουργία νέων βιοκλιματικών κτιρίων, την αναβάθμιση του περιβάλλοντος απασχόλησης των δημοσίων λειτουργών, τη βελτίωση της προσβασιμότητας και των παρεχόμενων υπηρεσιών στον πολίτη και τη θεαματική αναβάθμιση της περιοχής γύρω από το κυβερνητικό πάρκο. Όλα αυτά έχουν ήδη δρομολογηθεί για να αρχίσουν να υλοποιούνται από το 2022 που θα προκηρυχθεί το νέο έργο».

Πέραν τούτου, όμως, «ταυτόχρονα, παρουσιάζεται μέσα στην επόμενη πενταετία η μοναδική ευκαιρία να φανταστούμε ξανά πώς θέλουμε να είναι η ζωή στο κέντρο της Αθήνας. Η απελευθέρωση 127 κτιρίων και συνολικά 350.000 τ.μ αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία να δράσουμε συλλογικά, να σκεφτούμε και να σχεδιάσουμε την αναζωογόνηση του κέντρου με την αξιοποίηση και την αλλαγή χρήσης τόσο των κρατικής όσο και των ιδιωτικής ιδιοκτησίας κτιρίων που θα μείνουν κενά», είναι ο στόχος που παρουσιάζει ο Ά.Σκέρτσος.

Αν, μάλιστα, ανατρέξουμε στη μεταπολεμική ιστορία της Αθήνας, «θα διαπιστώσουμε ότι ο άναρχος τρόπος ανάπτυξής της στις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 είχε μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα. Στα “πλην” προσμετρείται σίγουρα η έλλειψη οργανωμένου πολεοδομικού σχεδιασμού, η σοβαρή παραμέληση του δημόσιου χώρου, το μπάζωμα ποταμών και ρεμάτων, με τα αποτελέσματα που ακόμη και σήμερα βιώνουμε, η κακή ρυμοτομία. Στα “συν” κυριαρχεί ο δημοκρατικός χαρακτήρας της αστικής συμβίωσης που προέκυψε -έστω και αθέλητα- από την πιεστική ανάγκη για στέγη στη μεταπολεμική Αθήνα λόγω της αστυφιλίας. Η συνύπαρξη διαφορετικών κοινωνικών τάξεων στην “αθηναϊκή πολυκατοικία” απομάκρυνε για αρκετές δεκαετίες τον κίνδυνο της γκετοποίησης που έζησαν νωρίτερα από εμάς άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Κάτι που τελικά δεν αποφύγαμε στο γύρισμα του αιώνα, όταν πολλοί Αθηναίοι εγκατέλειψαν την πόλη για να ζήσουν στα προάστια».

Συμπερασματικώς, τα μαθήματα από αυτή την εμπειρία σε αυτή τη νέα φάση αναδιάταξης του αστικού τοπίου είναι, σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, δύο: «πρώτον, αυτή τη φορά πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο στον επιτελικό σχεδιασμό και λιγότερο στον αυτοσχεδιασμό τού βλέποντας και κάνοντας. Και δεύτερον, είναι επιτακτική η ανάγκη να μην αφήσουμε το κέντρο της Αθήνας έρμαιο στη μονοκαλλιέργεια συγκεκριμένων χρήσεων».

«Όραμά μας είναι ένα ζωντανό, ανοιχτό, κατοικήσιμο κέντρο της πόλης που “αναπνέει” όλες τις ώρες της ημέρας και δεν χαρακτηρίζεται από τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού ή των υπουργικών κτιρίων που νεκρώνουν μετά τις 15:00 κάθε μέρα. Διότι δημοκρατική πόλη είναι η πόλη που καταφέρνει να συγκεντρώσει και να συμφιλιώσει πολλές διαφορετικές χρήσεις ταυτόχρονα», τονίζει και συμπληρώνει εξειδικεύοντας:

«Στο σχέδιο μας για τη μετεγκατάσταση των υπουργείων υπάρχει ρητή πρόβλεψη για μεικτές χρήσεις στα 127 κτίρια που θα αποδεσμευτούν, με έμφαση στην επανακατοίκηση του κέντρου σε ποσοστό έως και 40% του ωφέλιμου χώρου. Προφανώς θα υπάρξουν και άλλες χρήσεις -γραφείων κατά 25%, τουρισμού κατά 20%, πολιτισμού και εμπορίου κατά 15%. Όπως και πρέπει να συζητήσουμε με θάρρος την οριστική κατεδάφιση κάποιων από αυτά ώστε να αποδοθεί περισσότερος δημόσιος χώρος στους κατοίκους».

Αυτό που ήδη απασχολεί σοβαρά την κυβέρνηση είναι, σύμφωνα με τον Ά.Σκέρτσο, «η χάραξη πολιτικών για την παροχή προσιτής στέγης που θα δώσει κίνητρα επιστροφής στο κέντρο κυρίως σε νεότερους ανθρώπους. Για να καταστεί πραγματικά προσιτή η στέγη στο κέντρο της πόλης η κυβέρνηση εκπονεί ένα στοχευμένο πρόγραμμα “Εξοικονομώ και ανακαινίζω” για νέους έως 29 ετών ώστε να αξιοποιηθεί παλαιά ιδιωτική ακίνητη περιουσία. Επιπλέον σχεδιάζουμε συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για φοιτητική στέγη αλλά και για την αξιοποίηση οικοπέδων του κράτους ώστε να προσφέρουμε σύγχρονα ακίνητα προς ενοικίαση σε φθηνότερες τιμές από αυτές της αγοράς».

Διανοίγεται, έτσι, η προοπτική, εν κατακλείδι, «να αποκτήσει η πόλη μια νέα δυναμική να γίνει το κέντρο πιο προσιτό στον κόσμο που θέλει να ζήσει εκεί, πρωτίστως στους νέους, που θα χαρίσουν ζωή, ρυθμό και φως στην καρδιά της πρωτεύουσας. Σε αυτόν το ζωντανό διάλογο που τώρα ανοίγει πρωταγωνιστικό ρόλο θα πρέπει να παίξουν η δημοτική αρχή, επιστημονικοί φορείς, η κοινωνία των πολιτών αλλά και εκπρόσωποι της αγοράς. Είναι χωρίς αμφιβολία ένα φιλόδοξο και δύσκολο εγχείρημα που συνομιλεί με το μέλλον και απαιτεί σοβαρό και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό».