Σε εργασίες ανάπλασης, συμφιλιώνοντας το παρελθόν με το παρόν, έχει προχωρήσει ο δήμος Νίκαιας – Αγ. Ι. Ρέντη, σε μια προσπάθεια να ζωντανέψουν οι προσφυγικοί συνοικισμοί της Νίκαιας. Συγκεκριμένα αναδεικνύονται 23 πλυσταριά στο ιστορικό κέντρο της πόλης, ενώ γίνονται προσπάθειες ώστε να ενταχθούν περισσότερα προσφυγικά τετράγωνα στο σχέδιο ανάπλασης.
Στη Νίκαια που αποτελεί το μεγαλύτερο προσφυγικό συνοικισμό στην Αττική και τον δεύτερο μεγαλύτερο στην Ελλάδα μετά τη Θεσσαλονίκη, η δημοτική αρχή έχει προχωρήσει από τις αρχές τους έτους, σε ένα μεγάλο έργο ανάπλασης. Πρόκειται για 23 εσωτερικούς κοινόχρηστους χώρους προσφυγικών κατοικιών που χτίστηκαν στα τέλη 1920, συνολικής επιφάνειας 12.600 μ², συνολικού προϋπολογισμού 980.000 ευρώ. Η τεχνική υπηρεσία του δήμου Νίκαιας-Αγ.Ι. Ρέντη μελέτησε τους εσωτερικούς κοινόχρηστους χώρους, οι οποίοι έχουν τον χαρακτήρα εσωτερικής αυλής μέσα στα οικοδομικά τετράγωνα και οι εργασίες έχουν ως στόχο την αισθητική και περιβαλλοντική αναβάθμιση των προσφυγικών τετραγώνων, ενώ αναμένεται να ολοκληρωθούν το καλοκαίρι.
Στόχος της δημοτικής αρχής, σύμφωνα με τον δήμαρχο Νίκαιας-Αγ.Ι. Ρέντη Γιώργο Ιωακειμίδη είναι «τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας να συμφιλιώσουν το παρελθόν με το παρόν σε μια αρμονία οικιστικής πρωτοτυπίας, αναδεικνύοντας τη ζωντάνια, την επινοητικότητα και τη δημιουργικότητα των οικιστών. Η προσφυγική κατοικία ως φυσικός-αστικός χώρος και ως πολιτικός σχεδιασμός αλλά και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των κατοίκων της δημιουργούν ένα πρόσφορο τοπίο συντονισμένων δράσεων και ενεργειών εντός του οποίου θα αναπτυχθούν επιμέρους έργα, παρεμβάσεις και υπηρεσίες, οι οποίες θα επιδιώξουν την ανάδυση της ιστορικής μνήμης του τόπου και των κατοίκων».
Η εντεταλμένη δημοτική σύμβουλος του Δήμου Νίκαιας- Αγ. Ι. Ρέντη, για τη διοργάνωση τελετών για το 1922, Αρχοντία Β. Παπαδοπούλου ιστορικός φιλόλογος και πρόεδρος της Ένωσης Μαγνησίας Μικράς Ασίας μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, δίνει πληροφορίες για το πλάνο της ανάπλασης ενώ αναφέρει ιστορικά στοιχεία για την περιοχή.
«Η ανάπλαση αφορά σε πλακοστρώσεις, δενδροφυτεύσεις, σε φωτισμό, παγκάκια, γιατί αυτά τα πλυσταριά βρίσκονται εντός των τετραπολυκατοικιών, -είδη αρχιτεκτονικής που υπήρχαν στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς. Συγκεκριμένα υπήρχε ένα δωμάτιο για κάθε οικογένεια με μία κουζινούλα και στη μέση του τετραγώνου είχαν τα κοινά πλυσταριά. Τα πλυσταριά αυτά είναι πάρα πολλά, ενώ κάποια από αυτά είναι φυτεμένα από τους κατοίκους γιατί ναι μεν είναι ιδιωτικός τους χώρος αλλά είναι και κοινόχρηστος, ανοιχτοί χώροι που μπορεί δηλαδή κάποιος να τους επισκεφθεί περνώντας από τις παρόδους».
Σύμφωνα με την κ. Παπαδοπούλου, οι πολυκατοικίες αυτές κατοικούνται σχεδόν στο σύνολό τους ενώ κάποιες είναι εγκαταλελειμμένες. «Σε κάποια από αυτά τα σπίτια κατοικούν ηλικιωμένοι, άλλα έχουν πουληθεί από τους ιδιοκτήτες τους, άλλα είναι ενοικιαζόμενα όπου μένουν μετανάστες , ενώ κάποια ανακαινίζονται και μάλιστα», όπως σημειώνει «μοιάζουν με σκηνικά θεάτρου. Ειλικρινά εάν μπορούσαν όλα να φροντιστούν πιστεύω ότι θα είχαμε μεγάλη τουριστική κίνηση. Ωστόσο το πρόβλημα έγκειται στο ιδιοκτησιακό καθεστώς που υπάρχει που είναι πολυπληθές, και αρκεί να φανταστεί κανείς πόσοι είναι οι απόγονοι και πόσοι κληρονόμοι υπάρχουν».
Η εντεταλμένη σύμβουλος του δήμου Νίκαιας-Α.Ι.Ρέντη αποκάλυψε μάλιστα πως το υπουργείο Εσωτερικών προετοιμάζει νομοσχέδιο προκειμένου οι δήμοι να μπορούν ταυτοποιήσουν τους ιδιοκτήτες των κατοικιών αυτών και εάν υπάρχουν κληρονόμοι.
Η δημοτική αρχή κάνει λόγο για μια σημαντική αναβάθμιση της περιοχής. «Ένας επισκέπτης καθώς θα περνά από αυτούς τους χώρους, σύμφωνα με την κ. Παπαδοπούλου, θα μπορεί να καταλάβει πώς ήταν τότε αυτή η ζωή, η ιδιωτική και η κοινωνική. Διότι οι προσφυγικοί συνοικισμοί ήταν μια ολόκληρη οικογένεια. Από την άνοιξη και μετά, οι άνθρωποι αυτοί, παρότι είχαν αυλές μέσα, όλοι έβγαιναν στις γειτονιές, κάθονταν στα κατώφλια με τους γείτονές τους, έβαζαν ό,τι τους είχε απομείνει γιατί δεν είχαν χρήματα να επιβιώσουν. Οι άντρες μάλιστα το βράδυ που έρχονταν και ήταν κουρασμένοι από τη δουλειά, έβγαζαν ένα τραπεζάκι εκεί έξω, ένα μεζεδάκι, ένα ουζάκι για να μπορέσουν να συνηθίσουν και κυρίως συζητούσαν για τα θέματά τους, της Καταστροφής.
Το καλοκαίρι τα παιδιά έπαιζαν στον χωματόδρομο έξω, μέχρι αργά τη νύχτα. Τότε που περνούσε η καταβρεχτήρα και κατάβρεχε τους δρόμους γιατί δεν μπορούσες να κάτσεις από τη σκόνη και συνάμα δρόσιζε. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν μία οικογένεια και σε αυτές τις πολυκατοικίες που ήταν ένα ολόκληρο τετράγωνο η ζωή δεν ήταν τόσο ιδιωτική, όλοι οι άνθρωποι γνώριζαν τα μυστικά των διπλανών τους, έπλεναν μαζί, συζητούσαν μαζί», αναφέρει χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Παπαδοπούλου.
Εξαιτίας όμως των οικονομικών δυσχερειών και της κατασκευής των κτιρίων «οι άνθρωποι δεν είχαν κάτι άλλο, πέρα από κάτι μικρά περιβολάκια και κάτι μικρά κηπάκια, άρα έπρεπε να βγουν έξω για να αισθανθούν τη συντροφιά και την κοινωνικότητα. Οι κοινωνικές νόρμες ήταν πάρα πολύ ισχυρές. Η Νίκαια ήταν μια πολύ ζωντανή πόλη, υπήρχαν οι πλατείες, τα ζαχαροπλαστεία και ο κόσμος κυκλοφορούσε παρ’ολη τη μεγάλη οικονομική δυσχέρεια και τη φτώχια αυτών των ανθρώπων». Όπως χαρακτηριστικά τονίζει η ιστορικός, «αυτή είναι η ψυχή των Μικρασιατών γι’ αυτό και στάθηκαν όρθιοι. Αλλιώς θα είχαν τρελαθεί οι άνθρωποι».
Η κ. Παπαδοπούλου σημειώνει ότι υπολογίζεται πως οι άνθρωποι που ξεσπιτώθηκαν από τα σπίτια τους στην Μικρά Ασία, άφησαν πίσω τους 1,5 εκατομμύριο νεκρούς. «Δεν έχουμε όμως υπολογίσει αυτούς τους νεκρούς που έφυγαν στην Ελλάδα από παράπλευρες ασθένειες, καθώς πολλοί έπαθαν μελαγχολία, άλλοι νοσηλεύτηκαν σε ψυχιατρικές κλινικές. Υπήρχαν και οι ασθένειες από τις δύσκολες συνθήκες υγιεινής και τον συγχρωτισμό πολλών ανθρώπων σε μικρούς χώρους.»
Το ζήτημα είναι να ανασυστήσουμε πάλι και να δώσουμε λίγη ζωή περισσότερη σε αυτές τις γειτονιές καθώς επίσης να μάθουν και οι νεότεροι, καταλήγει η Αρχοντία Παπαδοπούλου.