Σημάδια πως η παρατεταμένη πληθωριστική κρίση -την οποία δημιούργησε η πανδημία και επιδείνωσε σε τεράστιο βαθμό ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος -οδεύει προς το τέλος της, φέρνουν τα τελευταία στοιχεία του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη.

Συγκεκριμένα, ο πληθωρισμός σήμερα υπολογίζεται στο 4.3%, όταν δώδεκα μήνες νωρίτερα ξεπερνούσε το 10%. Το συγκεκριμένο ύψος του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ είναι και το χαμηλότερο που έχει σημειωθεί από τον Σεπτέμβριο του 2021 και μειώθηκε κατά 0.9% συγκριτικά με τον Αύγουστο. Με άλλα λόγια, τα στοιχεία της ECB επιβεβαιώνουν, πρώτον, πως υπάρχει μια σαφέστατη τάση αποπληθωρισμού στην ευρωζώνη, και δεύτερον, πως αυτή δεν αποτελεί ένα παροδικό φαινόμενο. Ο λόγος είναι πως η ECB έλαβε συγκεκριμένα μέτρα -όπως τη σταδιακή αύξηση των επιτοκίων- ώστε να ισορροπήσει τη διαχείριση του πληθωρισμού με την αναπτυξιακή προοπτική της ευρωζώνης. Παράλληλα, η Κομισιόν έλαβε και εκείνη κρίσιμα μέτρα - όπως την εξασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας σε φυσικό αέριο για τον χειμώνα που έρχεται, μειώνοντας την επιρροή του υψηλού ενεργειακού κόστους στον πληθωρισμό της Ευρωζώνης. Με βάση τα τελευταία δεδομένα σχετικά με τον πληθωρισμό, η πρόβλεψη πως το 2024 το ύψος του θα μπορέσει να μειωθεί στο 2.9% πιθανότατα να χρειαστεί επανεκτίμηση, καθώς σύμφωνα με την ECB, ενδέχεται να εισέλθουμε σε μια ταχεία φάση αποπληθωρισμού. Υπενθυμίζεται πώς τόσο η ECB, όσο και οι FED και Bank of England αποσκοπούν σε μια επιστροφή του πληθωρισμού στο ύψος του 2%, την οποία ωστόσο προέβλεπαν αρχικά για το 2025, και όχι για το 2024.

Σε πρώτη φάση, η μια αποπληθωριστική τάση θα σημαίνει πως η ECB δε θα χρειαστεί να προχωρήσει σε ακόμα μια αύξηση των επιτοκίων. Το - μακράν -πιθανότερο σενάριο πλέον για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι να διατηρήσει το επιτόκιο της σταθερό, ακριβώς όπως έκαναν οι FED και BoE, έτσι ώστε να εκμεταλλευτεί μεν τη μείωση του ύψους του πληθωρισμού, χωρίς ωστόσο να προχωρήσει σε μια επιθετική προσπάθεια ενίσχυσης του αποπληθωρισμού, η οποία θα μπορούσε να έχει αρνητικά αποτελέσματα.

Σύμφωνα με την επικεφαλής της ECB, Christine Lagarde, η Τράπεζα δεν σκοπεύει να μειώσει το επιτόκιο της -το οποίο σήμερα βρίσκεται στο 4,5%- έως ότου ο πληθωρισμός της ευρωζώνης θα πλησιάσει περισσότερο τον στόχο του 2,9%. Ωστόσο, ακόμα και αν η διατήρηση των επιτοκίων θα διατηρήσει το κόστος του δανεισμού σε υψηλά επίπεδα, είναι δεδομένο πως η μείωση του πληθωρισμού θα απελευθερώσει σε έναν βαθμό τους ευρωπαίους καταναλωτές. Η αποπληθωριστική τάση έχει επιβραδύνει την αύξηση των τιμών, τη στιγμή που το ενεργειακό κόστος είναι σημαντικά μειωμένο συγκριτικά με τον προηγούμενο Σεπτέμβριο.

Σε κάθε περίπτωση, η πτώση του πληθωρισμού αποτελεί το πρώτο βήμα για την επιστροφή στην ανάπτυξη για την ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία ωστόσο δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί όσο τα επιτόκια συντηρούνται σε υψηλά επίπεδα. Στην ουσία, η ECB -αλλά και οι υπόλοιπες μεγάλες κεντρικές τράπεζες- θα πρέπει να συνεχίσουν να ακροβατούν ανάμεσα στο ύψος των επιτοκίων και τη διαχείριση του πληθωρισμού, αλλά και την επιστροφή τους σε αναπτυξιακή πορεία, ακριβώς όπως έκαναν και το προηγούμενο διάστημα. Όμως, η μείωση του πληθωρισμού σε παγκόσμιο επίπεδο καθιστά πλέον το πάγωμα των επιτοκίων κανονικότητα -αντί για ρίσκο- με το επόμενο βήμα να είναι η μείωση τους, παράλληλα με την περαιτέρω μείωση του πληθωρισμού.

Υπενθυμίζεται ότι η πληθωριστική κρίση είναι ο κύριος παράγοντας ο οποίος έχει επηρεάσει την ανάπτυξη της ευρωζώνης, η οποία σήμερα υπολογίζεται στο 1,1%. Ωστόσο, εφόσον η αποπληθωριστική τάση συνεχιστεί, οι προβλέψεις για ανάπτυξη ύψους 1.4% το 2024 ενδέχεται να αναθεωρηθούν προς τα πάνω. Υπενθυμίζεται επίσης πως πληθωρισμός της ελληνικής οικονομίας είναι ο τέταρτος χαμηλότερος στην Ευρωζώνη, καθώς κυμαίνεται στο 2,7%, δηλαδή περίπου μιάμιση μονάδα κάτω από τον κοινό μέσο όρο.

Υπενθυμίζεται ωστόσο πως στον συγκεκριμένο δείκτη δεν συμπεριλαμβάνεται ο πληθωρισμός των τροφίμων, ο οποίος παραμένει σε υψηλά επίπεδα λόγω του παρατεταμένου ρώσο-ουκρανικού πολέμου. Ο πληθωρισμός των τροφίμων εξακολουθεί να σημειώνει ακόμη στην ευρωζώνη οριακά διψήφια, ποσοστά παρά τη σημαντική μείωσή του, καθώς βρίσκεται στο 10,6%.