Για δεσμεύσεις και βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να συνεργαστεί με τις Βρυξέλλες κάνει λόγο η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Βέρα Γιούροβα.

 

Γράφει ο Μάρκος Παλαιολόγος

 

Τέλος στον μύθο του ΣΥΡΙΖΑ ότι η Ελλάδα αποτελεί το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης για τα θέματα της ελευθερίας του Τύπου ή τις παρακολουθήσεις βάζει η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Βέρα Γιούροβα. Με τη συνέντευξή της στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, μία μόλις εβδομάδα μετά την επίσκεψή της στην Αθήνα, η Βέρα Γιούροβα δηλώνει την ικανοποίησή της από το ότι έλαβε δεσμεύσεις από την κυβέρνηση για όλα τα σχετικά ζητήματα και προσθέτει ότι ελληνική κυβέρνηση και Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελούν συνεργάτες που θα κάνουν μαζί δουλειά.

«Το ταξίδι στην Αθήνα δεν σημαίνει πως βάζουμε σημάδια στα κουτάκια ότι ολοκληρώθηκε η δουλειά. Είμαι ικανοποιημένη και θέλω να γίνει ξεκάθαρο ότι υπάρχει μεν η ικανοποίηση, αλλά, ταυτόχρονα, πρέπει να γίνει ακόμα πολλή δουλειά και από τις δύο πλευρές και είμαστε συνεργάτες σ’ αυτό. Από αυτήν την άποψη είμαι ικανοποιημένη, διότι νιώθω ότι υπάρχει βούληση», σημειώνει χαρακτηριστικά η αντιπρόεδρος της Κομισιόν, υπογραμμίζοντας σε άλλο σημείο της συνέντευξής της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι είναι αισιόδοξη για τη δουλειά που θα γίνει.

 

«Κάναμε καλή δουλειά»

«Επέστρεψα στις Βρυξέλλες πεπεισμένη ότι κάναμε καλή δουλειά μαζί. Οι δεσμεύσεις με κάνουν να πιστέψω ότι θα προχωρήσουμε μπροστά κι αυτό είναι καλό όταν γίνεται όχι με παρεμβάσεις, αλλά με διάλογο», καταλήγει, επισημαίνοντας εξάλλου ότι η task force που συγκροτήθηκε για την ασφάλεια των δημοσιογράφων με πρωτοβουλία της κυβέρνησης αποτελεί «το διαμάντι του στέμματος», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.

Εχει δε ιδιαίτερη σημασία ότι η Βέρα Γιούροβα τονίζει πως το ζήτημα των πιέσεων προς τα μέσα ενημέρωσης είναι ευρωπαϊκό και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, καταρρίπτοντας έτσι το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ στο οποίο είχε επενδύσει για να κάνει αντιπολίτευση, μιλώντας δήθεν για απομόνωση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Κάνοντας μάλιστα αναφορά στη συνάντησή της με τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος έσπευσε να τη συναντήσει στις Βρυξέλλες λίγες ώρες πριν από την άφιξή της στην Αθήνα, η Βέρα Γιούροβα λέει με νόημα ότι η συνομιλία της με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου τη βοήθησε να συγκρίνει τι άκουσε από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Απαριθμεί εξάλλου μια σειρά από παρεμβάσεις για τις οποίες ήδη η κυβέρνηση έχει αναλάβει ή πρόκειται ν’ αναλάβει πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένης της τροποποίησης ή κατάργησης του επίμαχου άρθρου του Ποινικού Κώδικα για την παραπληροφόρηση, για το οποίο η ίδια η αντιπρόεδρος της Κομισιόν αναφέρει ότι κατανοεί πως εξυπηρετούσε συγκεκριμένες ανάγκες στην περίοδο της πανδημίας. Οσον αφορά τις παρακολουθήσεις, σημειώνει ότι έλαβε τη δέσμευση από τον πρωθυπουργό πως η ελληνική νομοθεσία θα εναρμονιστεί με την ευρωπαϊκή, αλλά εκφράζει επίσης την κατανόησή της ως προς τη θέση της κυβέρνησης ότι είναι παραδεκτές οι παρακολουθήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Ουδόλως πάντως αφήνει ακόμη και να εννοηθεί στη συνέντευξή της η Βέρα Γιούροβα ότι υπάρχει ενόχληση της Κομισιόν με την Ελλάδα και «βεντέτα» με την κυβέρνηση, όπως κατ’ επανάληψη έχει ισχυριστεί η πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά ο Αλέξης Τσίπρας. Αντιθέτως, αυτό που προκύπτει από τη συνέντευξη της αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής –και μάλιστα σε ένα δημόσιο μέσο, πολύ περισσότερο υποδεχόμενη τον επικεφαλής του στο γραφείο της στις Βρυξέλλες– είναι πως οι θεσμοί της ΕΕ βρίσκονται σε ανοιχτή γραμμή με την κυβέρνηση. Η Βέρα Γιούροβα αναφέρεται δε επαναλαμβανόμενα σε «δεσμεύσεις» και «βούληση» της ελληνικής κυβέρνησης, διαλύοντας έτσι οποιαδήποτε αμφιβολία για τις προθέσεις της αλλά και το πώς αυτές ερμηνεύονται από την πλευρά των Βρυξελλών.

 

«Θετική επίπτωση»

«Σκεφτόμουν ότι αν οι ελληνικές αρχές κάνουν όλα αυτά, τότε θα δούμε μια αληθινή βελτίωση της κατάστασης που θα έχει θετική επίπτωση και στο πώς βλέπουν τη χώρα οι άλλοι», σημειώνει τέλος η αντιπρόεδρος της Κομισιόν, επιβεβαιώνοντας το καλό κλίμα στις Βρυξέλλες για την Ελλάδα. Διαψεύδοντας έτσι ξανά τον Αλέξη Τσίπρα και τα στελέχη του, όπως, για παράδειγμα, τον Δημήτρη Παπαδημούλη, ο οποίος εμμένει στους ισχυρισμούς του για (δήθεν) ράπισμα της Ελλάδας σχετικά με την υπόθεση των παρακολουθήσεων και παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δέχθηκε τη βαριά επίπληξη του προέδρου της Επιτροπής PEGA του Ευρωκοινοβουλίου, ο οποίος τον κατηγόρησε ευθέως για fake news.