Η δολοφονία του Ρώσου αντιστράτηγου, Ιγκόρ Κιρίλοφ, επικεφαλής των δυνάμεων ραδιολογικής, χημικής και βιολογικής προστασίας, κλιμακώνει περαιτέρω την ένταση μεταξύ Κιέβου και Μόσχας, αφού ως υπεύθυνες για την επίθεση φέρονται οι ουκρανικές υπηρεσίες ασφαλείας (SBU), αποκάλυψε πηγή στο πρακτορείο Reuters. 

Η δολοφονία πραγματοποιήθηκε μέσω εκρηκτικού μηχανισμού που είχε τοποθετηθεί σε ηλεκτρικό σκούτερ, το οποίο φέρεται να ήταν κινεζικής κατασκευής. Το σκούτερ εξερράγη κοντά στην κατοικία του Κιρίλοφ, προκαλώντας καταστροφές στην περιοχή. Εικόνες από τον τόπο της έκρηξης δείχνουν μια κατεστραμμένη είσοδο κτηρίου και συντρίμμια με δύο σορούς στο χιονισμένο έδαφος. 

Η Ρωσία αντέδρασε άμεσα χαρακτηρίζοντας τη δολοφονία τρομοκρατική ενέργεια. Η Ερευνητική Επιτροπή της χώρας ανέφερε ότι διεξάγονται ανακρίσεις και επιχειρησιακές έρευνες για να διαλευκανθούν πλήρως οι συνθήκες του γεγονότος. Ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, αναπληρωτής πρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, δεσμεύτηκε για αντίποινα. «Η στρατιωτική ηγεσία του Κιέβου θα αντιμετωπίσει αναπόφευκτη τιμωρία», δήλωσε, κατηγορώντας την Ουκρανία για «δειλά χτυπήματα σε ειρηνικές πόλεις». 

Ο Ιγκόρ Κιρίλοφ, γεννημένος στην πόλη Κοστρόμα το 1970, είχε μακρά καριέρα στον τομέα της χημικής και βιολογικής προστασίας. Μετά την αποφοίτησή του από τη Στρατιωτική Σχολή της Κοστρόμα, υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις, κυρίως στη Ρωσία και τη Γερμανία. Από το 2017, κατείχε τη θέση του διοικητή των δυνάμεων ραδιολογικής, χημικής και βιολογικής προστασίας, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη συστημάτων βαρέων φλογοβόλων όπως το TOS-2 Tosochka. 

Ο Κιρίλοφ βρέθηκε στο στόχαστρο διεθνών κυρώσεων, με τη Βρετανία να τον καταγγέλλει για συμμετοχή στη χρήση απαγορευμένων χημικών όπλων, όπως το τοξικό πνιγηρό αέριο χλωροπικρίνη, χαρακτηρίζοντάς τον «σημαντικό φορέα της ρωσικής παραπληροφόρησης». Από την πλευρά του το Κίεβο θεωρούσε τον Κιρίλοφ «εγκληματία πολέμου» και «νόμιμο στόχο» εξαιτίας των κατηγοριών ότι είχε διατάξει τη χρήση απαγορευμένων χημικών όπλων εναντίον των ουκρανικών δυνάμεων. Ωστόσο, η Ρωσία αρνείται τις κατηγορίες, αποδίδοντάς τες σε πολιτική προπαγάνδα της Ουκρανίας και των συμμάχων της.