Ο ρωσικός φιλελεύθερος ραδιοφωνικός σταθμός “Ηχώ της Μόσχας” ανακοίνωσε σήμερα (3/3) ότι το διοικητικό του συμβούλιο αποφάσισε την διάλυση του σταθμού σε μια κίνηση για τον αποκλεισμό ενός από τα λίγα εναπομείνατα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης που το Κρεμλίνο ανεχόταν μέχρι σήμερα.
“Η πλειοψηφία του διοικητικού συμβουλίου του Ekho Moskvy (Ηχώ της Μόσχας) έλαβε την απόφαση να διαλύσει τον ραδιοφωνικό σταθμό και την ιστοσελίδα του Ekho Moskvy”, έγραψε στον λογαριασμό του στο Telegram ο επικεφαλής του, Αλεξέι Βενεντίκτοφ.
Η κίνηση αυτή έγινε λίγο μετά το αίτημα που διατύπωσε το Γραφείο του γενικού εισαγγελέα να αποκλειστεί η πρόσβαση στο (διαδικτυακό τηλεοπτικό κανάλι) Dojd και τον (ραδιοφωνικό σταθμό) Ηχώ της Μόσχας εξαιτίας της κάλυψης της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Το διαδικτυακό τηλεοπτικό δίκτυο Dojd και ο ραδιοφωνικός σταθμός Ηχώ της Μόσχας, μαζί με την εφημερίδα Νόβαγια Γκαζέτα (Novaya Gazeta), ξεχώρισαν γιατί δεν ακολουθούσαν το Κρεμλίνο στην κάλυψη της εισβολής της Μόσχας στην Ουκρανία, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των ρωσικών μμε.
Οι ρωσικές αρχές απαγόρευσαν στα μέσα ενημέρωσης να χρησιμοποιούν πληροφορίες άλλες από αυτές που παρέχει το Κρεμλίνο, ο στρατός και τα διάφορα υπουργεία, τα οποία παρουσιάζουν την εισβολή στην Ουκρανία ως μια απλή “ειδική επιχείρηση” που περιορίζεται στα ανατολικά αυτής της χώρας.
Η Ρωσία παρουσιάζεται τακτικά από τις μη κυβερνητικές οργανώσεις ως μία από τις πιο περιοριστικές χώρες στον κόσμο όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου.
Η χώρα κατατάσσεται έτσι στην 150η θέση σε σύνολο 180 χωρών με βάση τον πιο πρόσφατο δείκτη ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα.
Αρκετά μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένου του καναλιού Dojd, έχουν χαρακτηριστεί από τις αρχές “ξένοι πράκτορες”.
Η Ηχώ της Μόσχας, ο σταθμός που ανήκει εν μέρει στον κολοσσό φυσικού αερίου Gazprom και που δημιουργήθηκε το 1990, προσπαθούσε πάντα να καλλιεργεί την ανεξαρτησία του και είναι ένα από τα πιο σεβαστά μέσα ενημέρωσης της χώρας.
Μέχρι αυτή την εβδομάδα ήταν ένα από τα λιγοστά μέσα στη χώρα όπου μπορούσαν να εκφράζονται οι αντιπολιτευόμενοι.