Αυτή την εβδομάδα άλλη μια πλατφόρμα online διάθεσης ψηφιακού περιεχομένου, η Disney+, ξεκινά στην Ελλάδα. Έρχεται να προστεθεί στο Netflix, το οποίο, βοηθούντος και του κορωνοϊού, άλλαξε το τηλεοπτικό τοπίο και τις συνήθειες των Ελλήνων: Η συνδρομητική του βάση στην Ελλάδα έχει πλέον ξεπεράσει το μισό εκατομμύριο. Αν σε αυτούς προστεθούν οι χρήστες της εξαιρετικής προσπάθειας της ΕΡΤ, του ERTflix, που μάλιστα παρέχεται δωρεάν, το σύνολο ανεβαίνει. Τελικά (συνυπολογιζομένων και των «αντικανονικών» χρηστών του Netflix) θεωρώ πως πάνω από 1εκ. συμπολιτών μας κάνει κάθε βράδυ online streaming, δηλαδή ένας περίπου στους δέκα.
Άραγε το Disney+ θα αυξήσει την πίτα ή θα κανιβαλίσει την αγορά του Netflix; Δύσκολο να το προβλέψει κανείς, ιδιαίτερα σε συνθήκες πληθωρισμού άνω του 10%. Αν ήταν πάντως να μαντέψω, θα έλεγα ότι τελικά θα αυξήσει την πίτα: Δεν μπορώ να φανταστώ εύκολα κάποια οικογένεια που δεν θα κατάτασσε ψηλά στις ανάγκες του προϋπολογισμού της 10 ευρώ τον μήνα ώστε να βλέπει καθένας ό,τι θέλει, όποτε θέλει.
Γιατί το λέω αυτό; Δεν σέβομαι τα 10 ευρώ τον μήνα; Τα θεωρώ ασήμαντο ποσό; Καθόλου. Ίσα ίσα, είναι ένα σημαντικό ποσό, ειδικά σε ετήσια βάση. Η θεωρία μου στηρίζεται στη μνήμη μου – συγκεκριμένα, στη λειτουργία των video clubs.
Όπως οι παλαιότεροι θυμόμαστε, από τη δεκαετία του 1980 μέχρι τα τέλη του 2010 κάθε εβδομάδα νοικιάζαμε μια ή δύο ταινίες από το video club της γειτονιάς μας. Το κόστος δεν ήταν ασήμαντο, εγώ το θυμάμαι, τελικά, στο 1,5 Ευρώ για δύο ημέρες ενοικίασης (αν κανείς ήταν συνεπής).
Επομένως, ο υπολογισμός μου είναι απλός: Το μηνιαίο κόστος του, τότε, video club, που ομολογουμένως «ξεχάσαμε» για δέκα χρόνια, ξανάρχεται τώρα μέσω των Netflix, Disney+ και των συναφών.
Αυτό ακριβώς είναι και το κεντρικό θέμα αυτού εδώ του σημειώματος, η κανονικοποίηση του ίντερνετ. Το ίντερνετ έχει πλέον αποδειχτεί ότι λειτουργεί ως εξής: Στην αρχή «σπάει» ένα παραδοσιακό μοντέλο της αγοράς, για παράδειγμα τη διάθεση ταινιών. Όλοι θυμόμαστε την online πειρατεία και την καταστροφή που απείλησε να προκαλέσει. Για μια περίπου δεκαετία όλοι λιγότερο ή περισσότερο «κατεβάζαμε» παράνομα ταινίες, τα video clubs έκλεισαν, τα studios βρέθηκαν σε απόγνωση. Μετά το «σπάσιμο» έρχονται οι νέες, νόμιμες ψηφιακές εναλλακτικές: το Netflix ξεκίνησε μόλις το 2007 (πιο πριν ήταν κι αυτό εταιρεία ενοικίασης DVD). Στο τέλος έρχεται η κανονικοποίηση μέσω online εργαλείων, η αναπαραγωγή δηλαδή καταστάσεων που ήδη γνωρίζαμε, αυτή τη φορά όμως με ψηφιακό τρόπο. Έτσι, εμείς συνεχίζουμε να πληρώνουμε ό,τι πληρώναμε, και τα studios συνεχίζουν να βγάζουν ό,τι έβγαζαν.
Υπάρχουν κερδισμένοι και χαμένοι από αυτή τη δημιουργική καταστροφή; Φυσικά. Χαμένοι είναι οι ιδιοκτήτες video club. Οι μικρές αίθουσες σινεμά. Κερδισμένοι οι καταναλωτές, επειδή η γκάμα επιλογών αυξήθηκε κατά πολύ. Τα studio έμειναν, τελικά νομίζω, αδιάφορα.
Η κανονικοποίηση του ίντερνετ είναι ένα φαινόμενο που βλέπουμε διαρκώς γύρω μας. Το ίδιο ακριβώς με τις ταινίες συνέβη και με την μουσική, μέσω των Spotify, Apple Music και YouTube. Και εκεί τα 10 Ευρώ τον μήνα που πληρώναμε για ένα CD (ή ένα LP, παλιότερα) τώρα καταβάλλονται σε premium μηνιαίες συνδρομές, μετά από μια διαδικασία «σπασίματος» που εξαφάνισε τα συνοικιακά δισκάδικα. Κατά τη γνώμη μου το ίδιο θα συμβεί σύντομα και με τον Τύπο: Για την ώρα το παραδοσιακό μοντέλο έχει «σπάσει» (πόσοι κάτω των 40 ετών αγοράζουν καθημερινά εφημερίδα;) όμως σύντομα θα φτιάξει ξανά, με αντίστοιχες online πλατφόρμες. Το μόνο που χρειάζεται είναι υπομονή – και, φυσικά, εκπαιδευμένοι χρήστες/πολίτες που θα μπορούν να ανταποκρίνονται στις νέες κάθε φορά συνθήκες.
- Ο Βαγγέλης Παπακωνσταντίνου είναι Καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών, Δικηγόρος σε Αθήνα και Βρυξέλλες και Υπεύθυνος Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (DPO) της Νέας Δημοκρατίας .Προσωπικός ιστότοπος, https://vpapakonstantinou.com