Η ανάπτυξη της Ελλάδας φέτος αλλά και την επόμενη διετία θα κινηθεί σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρώπης, με τη χώρα να στέφεται «πρωταθλήτρια των οικονομικών επιδόσεων στην περιοχή», όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά η UBS σε νέα έκθεσή της, όπου και εντοπίζει τα τέσσερα «κλειδιά» που οδηγούν την ελληνική οικονομία στην κορυφή.

Σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη, όπως επισημαίνει, αναμένεται να δώσουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, η ανάπτυξη της αγοράς εργασίας, το ισχυρό ριμπάουντ του τουρισμού και η βελτίωση του πιστωτικού περιβάλλοντος. Παράλληλα, όπως τονίζει, η Ελλάδα αναμένεται να μειώσει σημαντικά το δημοσιονομικό της έλλειμμα το 2022, στο 3,5% από 9,5% φέτος, ενώ το δημόσιο χρέος θα μειωθεί στο 180% του ΑΕΠ έως το τέλος του 2023.

Συγκεκριμένα, η ελβετική τράπεζα εκτιμά ότι η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ θα κινηθεί στο 7,9% φέτος και στο 5% το 2022, ενώ πιο αργή, αλλά ισχυρή θα είναι η ανάπτυξη και το 2023, στο 4,7%. Σε μέσο όρο η ανάπτυξη της περιοχής θα κινηθεί στο 5,6% φέτος, στο 3,8% το 2022 και στο 3% το 2023.

Η UBS αναλύει έτσι τους τέσσερις βασικούς παράγοντες που «οδηγούν» τις ισχυρές επιδόσεις:

Πρώτον, η εκταμίευση και χρήση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Η Ελλάδα σχεδιάζει να λάβει κεφάλαια ύψους 10,5 δισ. ευρώ τα επόμενα δύο χρόνια (το 60% είναι επιχορηγήσεις), τα οποία, βάσει μελέτης της Τράπεζας της Ελλάδος, θα μπορούσαν, μαζί με την εφαρμογή φιλόδοξων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, να αυξήσουν το σωρευτικό ΑΕΠ το 2021-2023 κατά περίπου 10%.

Δεύτερον, υπάρχουν περαιτέρω περιθώρια αύξησης των θέσεων εργασίας (3% σε διάστημα δύο ετών), που αναμένεται να συμβάλουν στη διαμόρφωση του μέσου ποσοστού ανεργίας στο 12% το 2023.

Τρίτον, η ανάκαμψη του του-ρισμού θα συνεχιστεί με ταχείς ρυθμούς. Αν και οι επιδόσεις το 2021 είναι εντυπωσιακές σε σχέση με το 2020, οι τουριστικές εισπράξεις κινούνται στα επίπεδα του 2013 και έχουν περιθώρια να φτάσουν τις επιδόσεις-ρεκόρ του 2019 έως το 2023.

Τέταρτον, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες θα καταγράψουν μονοψήφιους δείκτες NPE εντός του 2022, από περίπου 20% το 2021, μέσω τιτλοποιήσεων και πωλήσεων κόκκινων δανείων.

Πηγή: kathimerini.gr