Η συγνώμη της κυβέρνησης, με αφορμή την κακοκαιρία “είναι υποκριτική”, τόνισε ο βουλευτής του ΚΚΕ Νίκος Καραθανασόπουλος μιλώντας στην ολομέλεια της Βουλής επί της πρότασης δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης. Χαρακτήρισε μάλιστα “κροκοδείλια” τα δάκρυα των άλλων κομμάτων, ιδιαίτερα του ΣΥΡΙΖΑ και του Κινήματος Αλλαγής, που εντοπίζουν το πρόβλημα και εστιάζουν μόνο στη διαχειριστική ανεπάρκεια της κυβέρνησης ή μεμονωμένων υπουργών.
Αυτή η κριτική περί ανεπάρκειας δεν απαντά στο ερώτημα γιατί επί τόσες δεκαετίες καταστρέφονται οι κόποι λαού, και θρηνούμε νεκρούς. Είναι ένα διαχρονικό και προδιαγεγραμμένο έγκλημα. Η αιτία είναι το σύστημα, συνολικά το αστικό κράτος, που στο όνομα της θωράκισης της καπιταλιστικής κερδοφορίας θυσιάζει την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών είπε ο κ. Καραθανασόπουλος.
Σύμφωνα με τον βουλευτή του ΚΚΕ, δεν είναι το επιτελικό κράτος (που ευθύνεται) αλλά το αστικό κράτος. Το οποίο είναι επιτελικά ικανό και ισχυρό για να στηρίξει τους επιχειρηματικούς ομίλους με κάθε τρόπο, για να δρομολογήσει μια ολομέτωπη επίθεση στα λαϊκά και εργατικά δικαιώματα, (αλλά) είναι επιλεκτικά ανίκανο και ανίσχυρο για να ικανοποιήσει τις λαϊκές ανάγκες στην παιδεία, την υγεία, την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, για την προστασία της ζωής του λαού, είτε πρόκειται για φυσικές καταστροφές είτε για πανδημία η οποία καλπάζει.
Ο κ. Καραθανασόπουλος είπε ότι είναι δικαιολογημένη η λαϊκή αγανάκτηση για τους αποκλεισμούς και τους εγκλωβισμούς που παρατηρήθηκαν ακόμα και μέρες μετά την κακοκαιρία, ενώ σχολιάζοντας τον μόλις κατελθόντα υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Τάκη Θεοδωρικάκο, για το θέμα της Αττικής Οδού, είπε ότι το κράτος υπάκουσε στον ιδιωτικό αυτοκινητόδρομο που διαβεβαίωσε ότι θα μείνει ανοιχτή η οδός, και ότι η κυβέρνηση έθεσε σε προτεραιότητα τη διασφάλιση της οικονομικής δραστηριότητας και όχι την προστασία της ανθρώπινης ζωής.
Για το θέμα της παραχώρησης αίθουσας της Βουλής στην Κ.Ο. του Κινήματος Αλλαγής, είπε ότι, από τη στιγμή που δεν παρεμποδίζεται η λειτουργία της ολομέλειας, είναι δικαίωμα του κάθε κόμματος να αξιοποιεί τις αίθουσες του κοινοβουλίου για να συνεδριάζει.