Ήταν πέρυσι τέτοια μέρα που κατέγραψα τις σκέψεις που θα διαβάσετε παρακάτω με την ελπίδα πως θα σταματήσει η πορεία κομμάτων και πολιτικών στον ολισθηρό δρόμο της στυγνής εκμετάλλευσης του πόνου που επέφερε η τραγωδία των Τεμπών.

Διαψεύσθηκα οικτρά και έσβησε η ελπίδα. Φτάσαμε στο σήμερα, τα ψέματα σκεπάζουν τις αλήθειες, τρέχουν πιο γρήγορα – έτσι συμβαίνει με όλες τις ψευτιές, η αλήθεια απαιτεί τη βάσανο της απόδειξης, θέλει χρόνο και ποτέ δεν έχει τον χρόνο με το μέρος της…

Πάμε στις περσινές σκέψεις λοιπόν.

Αν έγραφα «προσοχή, κυκλοφορούν κλέφτες συναισθημάτων, λυπηρών κυρίως» θα ήταν αρκετό, αλλά όχι τόσο για να συνεννοηθούμε. Συνεχίζω λοιπόν: αυτοί οι λωποδύτες έχουν εξασκηθεί τόσο καλά που δεν τους πιάνουν οι κάμερες της λογικής, γιατί όλους ανεξαιρέτως μας κινεί πρωτίστως το συναίσθημα. Όταν αρχίσει να λειτουργεί η λογική είναι συνήθως αργά. Έχει πήξει το συναίσθημα, το οποίο ερεθίζει διάφορους αδένες, γι’ αυτό και είναι πολύ πιο δυνατό και παραγωγικό, δεν υπόκειται σε κανόνες, δρα ανεξέλεγκτο, δεν χρειάζεται απόδειξη για να τρέξει ένα δάκρυ, τρέχει με υποψίες, φήμες, ψέματα, ισχυρούς θορύβους.

Οι κλέφτες δακρύων, πόνου, θυμού, λύπης, οδύνης δεν πονούν και δεν οδύρονται, δεν έχουν λόγο – έχουν δουλειά να κάνουν. Ποταπή μεν, δουλειά δε. Πολύ ξεκούραστη και προσοδοφόρα, το ξέρετε πως οι έμποροι του πόνου έχουν γεμάτες τις τσέπες τους και άδεια την ψυχή τους. Έτσι, με λόγια που ξύνουν την πληγή για να την κρατάνε ανοιχτή και αιμάσσουσα, απλώνουν στο παζάρι την πραμάτεια τους και την πωλούν τοις μετρητοίς.

Δεν ξέρω αν συνεννοηθήκαμε σήμερα, δεν ξέρω πόσο θα κλάψουμε αύριο – το μόνο που ξέρω είναι να ξεχωρίζω πια αυτούς που ζυγίζουν φελλούς και ζητούν να πληρώσω άγκυρες.