Υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη, αποπληρωμή παλιού και ακριβού χρέους και περαιτέρω μείωση του κόστους δανεισμού, αναμένεται να μειώσουν το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 16-18% μέχρι και το τέλος του 2022. 

Με την παραδοχή ότι μετά και το τέταρτο κύμα, η πανδημία του κορωνοϊού θα πέσει πια σε οριστική ύφεση και οι ανατιμήσεις θα αρχίσουν να υποχωρούν από τα μέσα του 2022, το Υπουργείο Οικονομικών προσαρμόζει ανάλογα τον σχεδιασμό του και για την αποκλιμάκωση του χρέους, το οποίο βρίσκεται στο 200% του ΑΕΠ και είναι με διαφορά, το – αναλογικά- υψηλότερο εντός της ΕΕ.

Στην κατεύθυνση αυτή το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει κατ αρχήν να διασφαλίσει δύο προοπτικές. Η πρώτη είναι να επιτύχει ή και να ξεπεράσει του ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας τις οποίες έχει θέσει ως στόχο. Να πετύχει δηλαδή ανάπτυξη 7,1% για φέτος και κοντά στο 5% για το 2022, καθώς όσο μεγαλώνει το ΑΕΠ, τόσο μειώνεται αναλογικά και το χρέος.

Η δεύτερη συνθήκη η οποία θα πρέπει να επιτευχθεί, είναι να παραμείνουν χαμηλά και να συνεχίζουν να μειώνονται, τα επιτόκια δανεισμού των ελληνικών ομολόγων. Στην κατεύθυνση αυτή το πρώτο βήμα θα κάνει η ΕΚΤ με την ένταξη των ελληνικών ομολόγων, στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που θα διαδεχθεί το PEPP, διατηρώντας ψηλά την ζήτηση για ελληνικά ομόλογα.

Ένας δεύτερος σταθμός, θα είναι η έξοδος της Ελλάδας από το ιδιότυπο καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας. Το ΥΠΟΙΚ έχει δρομολογήσει ήδη τις διαδικασίες που θα βγάλουν από το καλοκαίρι, την Ελλάδα από την τριμηνιαία εποπτεία. Ως άμεσο αποτέλεσμα, θα έχει νέες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, που θα την φέρουν στο κατώφλι της επενδυτικής βαθμίδας νωρίτερα, ίσως στις αρχές του 2023. Σε όλη αυτή την διαδικασία, τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων, αναμένεται να μειώνονται συνεχώς.

Στην κατεύθυνση της μείωσης του κόστους δανεισμού, βρίσκεται και η πρόθεση του ΥΠΟΙΚ να μπει στην αναπτυσσόμενη αγορά των “πράσινων ομολόγων”. Τα ομόλογα αυτά, έχουν επιτόκια σταθερά χαμηλότερα από αυτά του “κλασσικού” δανεισμού, καθώς ανταποκρίνονται σε ανάγκες χρηματοδότηση “πράσινων” έργων υποδομής, που βελτιώνουν την πορεία της κάθε οικονομίας.

Προαγορά “ακριβού χρέους”

Ένα μεγάλο μέρος της μείωσης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ την διετία 2021-2022, θα έρθει από την πρόγραμμα προαγοράς παλιού και ακριβού χρέους, μέρος του οποίου έχει ήδη ανακοινωθεί. Σε πρώτη φάση, θα διατεθούν περίπου 7,2 δισ. ευρώ για την αποπληρωμή των 1,8 δισ. ευρώ που είναι το υπόλοιπο των δανείων προς το ΔΝΤ και του 10% (περίπου 5,2 δισ. ευρώ) από το διμερές δάνειο των 52,3 δισ. ευρώ, που πήρε η χώρα από το πρώτο μνημόνιο. Η αποπληρωμή αυτή, θα γίνει κεφάλαια που αντλήθηκαν από τις αγορές του 2020 και του 2021, σε επιτόκια χαμηλότερα από τα χρέη που επιθυμούμε να αποπληρώσουμε.

Πληροφορίες θέλουν ότι μετά την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία, θα γίνει μέχρι και το τέλος του 2022 και μια δεύτερη δόση αποπληρωμής ποσοστού 10% (άλλα 5,2 δισ.) από το διμερές δάνειο των 52,3 δισ. ευρώ. Τούτο υπο την προϋπόθεση, ότι οι συνθήκες στις αγορές θα παραμείνουν ευνοϊκές και το δημόσιο θα συνεχίζει να δανείζεται με χαμηλά επιτόκια.

Επίσης μέσα στο 2022 θα γίνει μια μίνι αναδιάρθρωση χρέους καθώς λήγουν μια σειρά παλιών εκδόσεων ομολόγων με κουπόνια από 4% έως και 6%. Τα ομόλογα θα αναχρηματοδοτηθούν με νέα με επιτόκιο κοντά στο 1%. Από την διαφορά του κόστους εξυπηρέτησης (δηλαδή της μείωσης των τόκων) θα προκύψει δημοσιονομικός χώρος για να συνεχίσουν οι επιλεκτικές προαγορές χρέους και το 2023.

Πηγή: capital.gr