Μεταξύ 1ης Μαΐου και 30 Σεπτεμβρίου οφείλουν να πάρουν άδεια τουλάχιστον οι μισοί εργαζόμενοι σε μια επιχείρηση, με τον χρόνο χορήγησης των αδειών να καθορίζεται έπειτα από συμφωνία ανάμεσα στον μισθωτό και στον εργοδότη.

Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα. Επίσης, υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια οπωσδήποτε πριν από τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν δεν του τη ζήτησε ο μισθωτός.

Οι ημέρες άδειας που δικαιούται κάποιος καθορίζονται με βάση την ημερομηνία πρόσληψής του στην εργασία του, τα έτη του εργασιακού του βίου αλλά και τις ημέρες εργασίας του (πενθήμερη ή εξαήμερη). Το Κέντρο Πληροφόρησης Εργαζομένων και Ανέργων της ΓΣΕΕ διαθέτει μια διαδικτυακή πλατφόρμα, στην οποία μπορεί να υπολογίσει κανείς τις ημέρες της καλοκαιρινής του άδειας με απλά βήματα. Μάλιστα, η Συνομοσπονδία προχώρησε σε διευκρινίσεις για την ετήσια άδεια των εργαζομένων εξαιτίας της πληθώρας ερωτημάτων και καταγγελιών που λαμβάνει το Κέντρο Πληροφόρησης Εργαζομένων και Ανέργων (ΚΕΠΕΑ/ΓΣΕΕ).
Ειδικότερα, στην περίπτωση που ο εργοδότης δεν χορηγεί την άδεια που αιτήθηκε ο εργαζόμενος έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, οφείλει να καταβάλει τις αποδοχές του οφειλόμενου χρόνου άδειας με προσαύξηση 100%, συν το επίδομα αδείας.

Οι εργοδότες οι οποίοι απασχολούν εργαζομένους που προστατεύουν παιδιά έως 16 ετών (φυσικά ή υιοθετημένα) και παιδιά άνω των 16 ετών με αναπηρία υποχρεούνται κατά τον προγραμματισμό του χρόνου χορήγησης των ετήσιων αδειών απουσίας του προσωπικού τους να λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες των εργαζομένων αυτών.

Η χορήγηση της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων υπολογίζεται με βάση το ημερολογιακό έτος.

Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος που προσελήφθη ο εργαζόμενος, ο εργοδότης υποχρεούται να του χορηγήσει έως 31 Δεκεμβρίου αναλογία των ημερών άδειας που δικαιούται, σύμφωνα με τους μήνες απασχόλησής του. Κάθε εργαζόμενος με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου δικαιούται από την έναρξη της εργασίας του μέχρι τη συμπλήρωση δωδεκαμήνου να λάβει το ποσοστό της άδειάς του.

Η αναλογία αυτή υπολογίζεται στη βάση των 20 εργάσιμων ημερών ετήσιας άδειας για όσους εργάζονται πενθήμερο και των 24 εργάσιμων ημερών για όσους εργάζονται εξαήμερο. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, αφού ο εργαζόμενος συμπληρώσει δωδεκάμηνη εργασία, δικαιούται άδεια 21 ημερών (πενθήμερη εργασία) και 25 ημερών (εξαήμερη εργασία).

Για το τρίτο και τα επόμενα εργασιακά έτη ο εργαζόμενος δικαιούται από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους την κανονική ετήσια άδειά του με αποδοχές, δηλαδή 22 ημέρες (πενθήμερη εργασία) και 26 ημέρες (εξαήμερη εργασία). Μετά τη συμπλήρωση 10 ετών εργασίας στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσίας 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη, ο εργαζόμενος δικαιούται άδεια 25 εργάσιμων ημερών (πενθήμερη εργασία) και 30 εργάσιμων ημερών (εξαήμερη εργασία). Μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας σε οποιονδήποτε εργοδότη, οι εργαζόμενοι δικαιούνται μία επιπλέον ημέρα άδειας, δηλαδή 26 ημέρες (πενθήμερη εργασία) και 31 ημέρες (εξαήμερη εργασία).

Στις ημέρες της ετήσιας άδειας υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Ως εκ τούτου, δεν περιλαμβάνονται οι Κυριακές, οι επίσημες αργίες, οι κατ’ έθιμον αργίες, οι ημέρες ασθένειας και οι ειδικές άδειες που προβλέπονται από άλλες διατάξεις, εάν συμπέσουν με αυτή (π.χ. άδεια γάμου, άδεια γέννησης τέκνου, άδεια μητρότητας).

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ