Ανοιχτό άφησε ο πρωθυπουργός την προοπτική προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για να μπει τέλος στην αντιδικία με την Τουρκία. Μια τέτοια επιλογή όμως το μόνο σίγουρο είνια πως δεν θα αφήσει αλώβητη την Ελλάδα καθώς είναι γνωστό ότι το δικαστήριο επιλέγει τη μέση οδό στις αποφάσεις του. 

Δέκα ερωτήσεις και απαντήσεις που διατύπωσε το Reader.gr αποσαφηνίζουν την κατάσταση:

1) Γιατί η Χάγη μπορεί να είναι λύση;

Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι το ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο του ΟΗΕ. Σε αυτό επιλύονται οι διαφορές δύο ή και περισσότερων χωρών και οι αποφάσεις του είναι δεσμευτικές. Εφόσον, συνεπώς, τίθεται ζήτημα διαφορετικής ερμηνείας του διεθνούς δικαίου ή υπάρχει κάτι διαμφισβητούμενο στη σχέση Ελλάδας-Τουρκίας, το Διεθνές Δικαστήριο θα μπορούσε να δώσει μια οριστική λύση.

2) Μπορεί να μην εφαρμοστεί η απόφαση της Χάγης;

Όχι, είναι τελεσίδικη. Σημειωτέον, δεν έχει καταγραφεί κάποια περίπτωση μη εφαρμογής της απόφασης της Χάγης.

3) Μπορούμε να προσφύγουμε εις βάρος της Τουρκίας;

Όχι. Η Τουρκία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, δεν έχει αναγνωρίσει τη γενική δικαιοδοχία του Διεθνούς Δικαστηρίου. Υπό αυτό το πρίσμα, ο μόνος τρόπος να κληθεί το Δικαστήριο να αποφανθεί επί μιας διαφοράς είναι αν και τα δύο ή περισσότερα μέρη συνομολογήσουν ένα «συνυποσχετικό».

4) Τι είναι το «συνυποσχετικό»;

Θα πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα έγγραφο που θα συμφωνήσουν Ελλάδα και Τουρκία, στο οποίο θα περιγράφεται η διαφορά, επί της οποίας το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει. Η σύνταξη ενός τέτοιου συνυποσχετικού δεν είναι εύκολη υπόθεση, μιας και απαιτεί γενναίες παραδοχές, έστω και για να μπει μια χώρα σε σχετική συζήτηση.

5) Η διαφορά εξετάζεται από μηδενική βάση;

Το δικαστήριο μπορεί να ανατρέξει σε όλο το σύνολο των διεθνών κανόνων, εφόσον οι χώρες στο «συνυποσχετικό» που θα συνομολογήσουν δεν αναφερθούν σε συγκεκριμένες συμβάσεις και συνθήκες για την επίλυση της διαφοράς τους. Για παράδειγμα, «κλειδί» στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρείται η Σύμβαση του Μοντέγκο Μπαίυ για το Δίκαιο της Θάλασσας, την οποία η Τουρκία δεν έχει κυρώσει.

6) Έχουμε προσφύγει στη Χάγη;

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, η κυβέρνηση Καραμανλή αποφάσισε να απαντήσει στις τουρκικές έρευνες για πετρέλαιο εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας με προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης. Μάλιστα, με δεδομένο ότι η Τουρκία δεν είχε συνομολογήσει βασικές συνθήκες που διέπουν το Δικαστήριο, η Ελλάδα επικαλέστηκε μια Συνθήκη από το 1928 που προέβλεπε ως τρόπο επίλυσης διαφορών που θα ανέκυπταν την προσφυγή στη Χάγη. Τότε, παρά τις προσπάθειες που έγιναν και τη συνεννόηση με την κυβέρνηση Ντεμιρέλ, η Τουρκία υπαναχώρησε και δεν υπήρξε κατάληξη.

7) Ποια είναι η βασική διαφορά;

Η Ελλάδα αναγνωρίζει ως βασική και μόνη διαφορά με την Τουρκία το ζήτημα του προσδιορισμού της υφαλοκρηπίδας. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η υφαλοκρηπίδα πρέπει να οριοθετηθεί με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, ενώ η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας και ότι η εγγύτητα των ελληνικών νησιών στα τουρκικά παράλια αποτελεί «ειδική περίσταση» που δικαιολογεί απόκλιση από την αρχή της μέσης γραμμής. Η Τουρκία, μάλιστα, δεν έχει κυρώσει ούτε τη Διεθνή Συνθήκη για την Υφαλοκρηπίδα του 1958 ούτε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, οι οποίες ορίζουν την υφαλοκρηπίδα και τρόπους οριοθέτησής της.

8) Μπορούμε να συνάψουμε ένα συνυποσχετικό;

Η ερώτηση είναι υπαρξιακής φύσεως. Θεωρητικά, η Τουρκία είναι ανοιχτή. Πρακτικά, η Τουρκία έχει ευρύτερη γκάμα διεκδικήσεων από την υφαλοκρηπίδα, ενώ επιδιώκει περισσότερο μια διμερή διαπραγμάτευση με την Ελλάδα για το Αιγαίο και όχι προσφυγή σε ένα δικαιοδοτικό όργανο που δεν αναγνωρίζει. Άρα, θεωρητικά μπορούμε, πρακτικά είναι εξόχως δύσκολο, ιδίως με την Τουρκία σε αυτή την κατάσταση.

9) Μας συμφέρει η Χάγη;

Οι αποφάσεις της Χάγης τείνουν να είναι συμβιβαστικές και μεσοβέζικες. Άρα, αν θεωρούμε ότι έχουμε 100% δίκιο στη διαμάχη με την Τουρκία, τότε μια απόφαση που θα είναι 60% ή 70% υπέρ μας, θα είναι πολιτικά εξαιρετικά δύσκολα διαχειρίσιμη. Εξ ου και οι ελληνικές κυβερνήσεις ανά τα χρόνια έχουν αποφύγει την εναλλακτική της Χάγης.

10) Θα προσφύγουμε στη Χάγη;

Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον, εγγύς ή απώτερο. Αλλά, με τα παρόντα δεδομένα, δεν υπάρχει σκέψη για ενεργοποίηση της προ-διαδικασίας για από κοινού προσφυγή με την Τουρκία.

Τι αναγνωρίζει η Ελλάδα και τι η Τουρκία

Όπως έχει γράψει ο Άγγελος Συρίγος, Αν. καθηγητής Διεθνούς Δικαίου & Εξωτερικής Πολιτικής και Βουλευτής της Ν.Δ. στην Α΄ Αθηνών, «αγνοείται η κρίσιμη παράμετρος της τρομερής ανισομέρειας μεταξύ των θεμάτων που θέτει η κάθε πλευρά. Η Ελλάδα αναγνωρίζει μόνο μία διαφορά, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, και η Τουρκία θέτει περίπου δέκα θέματα τα οποία σχετίζονται κυρίως με εθνική κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα.

Εξίσου σημαντικό είναι ένα δεύτερο σημείο που αγνοείται στον δημόσιο διάλογο. Πρόκειται για την ελληνική δήλωση προς το Διεθνές Δικαστήριο που κατατέθηκε το 2015. Σύμφωνα με το Καταστατικό του Διεθνούς Δικαστηρίου, τα κράτη έχουν δικαίωμα να καταθέτουν δηλώσεις με τις οποίες περιγράφουν τους όρους υπό τους οποίους αποδέχονται ως υποχρεωτική τη δικαιοδοσία του. Μέχρι σήμερα 74 κράτη έχουν καταθέσει σχετικές δηλώσεις. Η Τουρκία δεν περιλαμβάνεται σε αυτά τα κράτη.

Η Ελλάδα με δήλωσή της από το 1994 αναγνώρισε ως υποχρεωτική τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου, υπό την αίρεση της αμοιβαιότητας, έναντι όποιου άλλου κράτους αποδέχεται την ίδια υποχρέωση. Η ελληνική κυβέρνηση είχε εξαιρέσει ρητώς από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου οποιαδήποτε διαφορά συνδέεται με στρατιωτικά μέτρα που έχουν ληφθεί για λόγους εθνικής άμυνας. Στόχος ήταν να αποφευχθεί η υπαγωγή στην υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Χάγης του θέματος της στρατιωτικοποιήσεως των ανατολικών νησιών του Αιγαίου.

Το 2015 κατατέθηκε καινούργια δήλωση. Ενα πρώτο ενδιαφέρον σημείο είναι η χρονική στιγμή της καταθέσεως. Εγινε στις 14 Ιανουαρίου 2015, δηλαδή εν μέσω προεκλογικής περιόδου, μόλις 11 ημέρες πριν από τις εκλογές. Αν και το κλίμα ήταν εξαιρετικά πολωμένο, η δήλωση δεν απετέλεσε αντικείμενο συγκρούσεως, παρ’ ότι την υπέγραφε ο ένας από τους δύο εμβληματικούς στόχους της αντιπολιτευτικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος.

Η στάση αυτή δείχνει δύο πράγματα. Αφ’ ενός είχε υπάρξει η σωστή και έγκαιρη ενημέρωση της αντιπολιτεύσεως για ένα μείζον εθνικό θέμα. Αφ’ ετέρου η αντιπολίτευση επέλεξε να κρατήσει εκτός της προεκλογικής ρητορικής το θέμα.

Με τη δήλωση, που εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, η Ελλάδα επανέλαβε ότι αναγνωρίζει ως υποχρεωτική τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου. Εξαίρεσε όμως από την αρμοδιότητα τα ακόλουθα θέματα:

  • (α) Διαφορές για μέτρα για την προστασία της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας από πλευράς εθνικής άμυνας. Επρόκειτο για καλύτερη διατύπωση της ισχύουσας από το 1994 εξαιρέσεως που αφορά τη στρατιωτικοποίηση των ανατολικών νησιών του Αιγαίου.
  • (β) Διαφορές για τα κρατικά όρια ή την κυριαρχία επί του εδάφους της Ελληνικής Δημοκρατίας, περιλαμβανομένης κάθε διαφοράς επί του εύρους και των ορίων των χωρικών υδάτων και του εναερίου χώρου αυτής. Πίσω από αυτή τη διατύπωση κρύβεται η απόφαση της Ελλάδος να μην αποδεχθεί παραπομπή των λεγομένων γκρίζων ζωνών κυριαρχίας που εφηύρε η Τουρκία μετά την κρίση των Ιμίων το 1996. Παράλληλα δεν δέχεται να συζητηθεί η διαφορά μεταξύ εύρους χωρικών υδάτων που εκτείνονται στα 6 ν. μίλια και εναερίου χώρου που εκτείνεται στα 10 ν. μίλια.
  • (γ) Περιπτώσεις όπου το άλλο διάδικο μέρος αποδέχθηκε την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου μόνο για μία διαφορά ή σε χρόνο μικρότερο των δώδεκα μηνών από την κατάθεση της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου. Η συγκεκριμένη διατύπωση στις δηλώσεις αποδοχής της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου συνιστά συνήθη πρακτική πολλών κρατών. Την ξεκίνησε η Σομαλία με τη Μάλτα τη δεκαετία του 1960. Εκτοτε την έχουν θέσει ως όρο πολλά κράτη, με τελευταία περίπτωση αυτή της Βρετανίας το 2017. Στόχος είναι να αποφεύγεται ο αιφνιδιασμός αλλά και μία «α λα καρτ» αποδοχή της αρμοδιότητας του Διεθνούς Δικαστηρίου για μόνον ένα θέμα.

Οι συγκεκριμένες τρεις εξαιρέσεις ορίζουν και την ελληνική στάση έναντι της Χάγης. Δεν συζητούμε αποστρατιωτικοποίηση νησιών, τις αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας σε μικρά νησιά του Αιγαίου και το εύρος χωρικών υδάτων και εναερίου χώρου. Η ελληνική πλευρά ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα να υποβάλει στο Δικαστήριο οποιαδήποτε διαφορά με συνυποσχετικό.

Αυτά αναφέρονται διότι η Τουρκία τα τελευταία δέκα χρόνια έχει αλλάξει στάση και εμφανίζεται να αποδέχεται και το Διεθνές Δικαστήριο ως μέσο επιλύσεως των ελληνοτουρκικών διαφορών. Θεωρεί όμως ότι πρέπει να παραπεμφθούν εκεί όλα τα θέματα χωρίς εξαιρέσεις. Η τουρκική θέση σε συνδυασμό με την ελληνική δήλωση του 2015 περιορίζει ουσιωδώς την προοπτική της δικαστικής προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο».