Στις 9 Μαΐου θα ξεκινήσει η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης σε ένα περιβάλλον αστάθειας και αβεβαιότητας μετά από έναν και πλέον χρόνο πανδημίας. Κατά την τελευταία δεκαετία αντιμετωπίσαμε κρίσεις με πρωτόγνωρες διαστάσεις: την κρίση στην ευρωζώνη, το μεταναστευτικό, το Brexit, την πανδημία και τις οικονομικές συνέπειές της. Παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς πολλών πλευρών, η Ε.Ε. κατόρθωσε να αντιδράσει με αποτελεσματικότατα στις προκλήσεις, να διατηρήσει τη συνοχή της και να συνεχίσει απρόσκοπτα την πορεία της. Κατά συνέπεια είναι ο κατάλληλος χρόνος για να εξετάσουμε τους νέους στόχους της ενοποίησης, αλλά και το είδος των θεσμικών αλλαγών που απαιτούνται.
της Μαριέττας Γιαννάκου
Πριν από 18 χρόνια είχα οριστεί ως μέλος της τότε Ευρωπαϊκής Συνέλευσης στην οποία προήδρευε ο Valery Giscard d’Estaing. Είχα εισηγηθεί τότε και πέτυχα να ενσωματωθούν δύο ρήτρες, με ιδιαίτερο εθνικό ενδιαφέρον, συνδρομής με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα στην περίπτωση που ένα κράτος-μέλος δεχτεί επίθεση: τη ρήτρα Γ Λ αμοιβαίας άμυνας (άρθρο 42 παράγραφος Μ 7 ΣυνθΕΕ) και τη ρήτρα αλληλεγγύης (άρθρο 222 ΣΛΕΕ).

ΠΑΡ’ ΟΛΟ όμως που η Συνθήκη της Λισαβόνας στο σύνολο εμπλούτισε σημαντικά το φάσμα των εργαλείων και το πεδίο εφαρμογής της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας γενικότερα, εν τέλει η εφαρμογή της σε αυτό τον τομέα δεν έτυχε της δέουσας συνέχειας. Ωστόσο τα εργαλεία αυτά αποτελούν ισχυρές παρακαταθήκες που θα πρέπει να αξιολογηθούν στο πλαίσιο των εργασιών της επικείμενης διάσκεψης. Στα σημαντικά ζητήματα τα οποία θα τεθούν θεωρώ ότι πρέπει να συμπεριληφθεί κυρίως η Ευρωπαϊκή Πολιτική Αμυνας και Ασφάλειας.

Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι παράλληλα διεξάγεται και η συζήτηση για τους μελλοντικούς στόχους του ΝΑΤΟ το 2030, όπως ορθώς την προκάλεσε ο πρόεδρος Μακρόν. Η εκλογή Μπάιντεν δημιούργησε μια νέα δυναμική και στην κατεύθυνση αυτή οι ΗΠΑ ανανέωσαν το ενδιαφέρον τους για την Ευρώπη, η άμεση επικοινωνία με τις ευρωπαϊκές ηγεσίες αποκαταστάθηκε, ενώ ήδη δρομολογήθηκαν οι πρώτες πρωτοβουλίες στο μέτωπο των σχέσεων με τη Ρωσία, αλλά και την Τουρκία. Ο ευρωατλαντικός διάλογος έχει αρχίζει να παίρνει πάλι σάρκα και οστά.

Η ΕΥΡΩΠΗ έχει κάθε λόγο να υπερασπιστεί την ασφάλειά της σε κάθε επίπεδο: άμυνας, ασφαλείας πληροφοριών, κυβερνο-ασφαλείας και ενεργειακής ασφαλείας. Είναι σαφές ότι οι προκλήσεις είναι πολλαπλές, και πολύ συχνά αδιόρατες, αλλά με πολύ σημαντικές συνέπειες στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Οφείλουμε να δώσουμε νέο περιεχόμενο στα ζητήματα ασφαλείας, ενισχύοντας τη διατλαντική σχέση και επιτηρώντας τις κινήσεις κρατών με αβέβαιη δημοκρατική υπόσταση, τα οποία φιλοδοξούν να διαδραματίσουν ρόλο περιφερειακής δύναμης. Η περίπτωση της Τουρκίας είναι εξαιρετικά χαρακτηριστική.

Σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες επικρατεί όμως αμφιθυμία σχετικά με τα ζητήματα αυτά. Οι αμυντικές επενδύσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, με την εξαίρεση της Ελλάδας, παραμένουν αρκετά χαμηλές, γεγονός που επικρίνεται από τις ΗΠΑ. Αλλοι ανησυχούν ότι η επιδίωξη στρατηγικής αυτονομίας μπορεί να αποξενώσει τις ΗΠΑ και να αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ.

Δεν πρόκειται όμως περί υποκατάστασης του ΝΑΤΟ. Η Ε.Ε. οφείλει να αποκτήσει έναν βαθμό επιχειρησιακής και στρατηγικής αυτονομίας. Η θητεία Τραμπ κατέστησε σαφές ότι οφείλουμε να είμαστε σε εγρήγορση, ακόμη και όταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού επικρατεί μια στάση παράκαμψης, αν όχι διάστασης, με την Ευρώπη.

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ μιας Κοινής Πολιτικής Αμυνας και Ασφάλειας εξυπηρετεί και τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας. Το προηγούμενο διάστημα αντιμέτωποι με τις πολλαπλές προκλήσεις από την τουρκική πλευρά κατορθώσαμε να θέσουμε ως ζήτημα ευρω-τουρκικών σχέσεων την ελληνο-τουρκική αντιπαράθεση. Η προσπάθεια αυτή πρέπει να αποκτήσει ισχυρότερα θεσμικά ερείσματα.

Νομίζω ότι αποτελεί ισχυρό κεκτημένο η διαμόρφωση μιας κοινής αντίληψης για τα ζητήματα ασφαλείας της χώρας μας. Υφίσταται πλέον ισχυρή διακομματική συναίνεση σχετικά με την ενίσχυση των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων, αλλά και την εμβάθυνση της συνεργασίας με χώρες όπως το Ισραήλ και χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και του αραβικού κόσμου. Διαδοχικές κυβερνήσεις με κατάλληλες ενέργειες μερίμνησαν για αυτές τις νέες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής. Η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης μας δίνει λοιπόν την ευκαιρία να συζητήσουμε ζητήματα τα οποία θα δημιουργήσουν νέα ορόσημα στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, τα οποία θα διασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον για τους ευρωπαϊκούς λαούς. Τα θεσμικά όργανα σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο μπορούν και πρέπει να απαντήσουν στις ανησυχίες και τις φιλοδοξίες των πολιτών. Η μέχρι σήμερα ανθεκτικότητα της Ευρώπης πρέπει να ενισχυθεί, ώστε να λειτουργήσει απρόσκοπτα η κοινωνική οικονομία της αγοράς με την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και την αντιμετώπιση των ανισοτήτων ως προτεραιότητα στο πλαίσιο του κράτους δικαίου.


  • Βουλευτής Επικρατείας της Ν.Δ., αντιπρόεδρος Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης ΝΑΤΟ. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών