Κάτι δεν πάει καλά στα έδρανα της Αριστεράς. Ή μάλλον πάει... πολύ καλά για όσους κρατούν μολότοφ, σπάνε βιτρίνες και καίνε περιουσίες — γιατί έχουν βρει, φαίνεται, τους πιο ένθερμους κοινοβουλευτικούς συνηγόρους τους. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Νάσος Ηλιόπουλος ένωσαν τις φωνές τους στη Βουλή για να «καταγγείλουν» την αστυνομία για... αυθαιρεσίες. Όχι τους κουκουλοφόρους. Όχι τις εμπρηστικές επιθέσεις. Όχι την οργανωμένη βία. Την ΕΛ.ΑΣ.

Αντί να ενοχλούνται από τις μολότοφ, ενοχλούνται από τα ΜΑΤ. Αντί να τους τρομάζει η βία στους δρόμους, τους τρομάζει η νομιμότητα. Αντί να αποδοκιμάζουν τις συμμορίες που ρίχνουν πέτρες και σπάνε μαγαζιά στα Εξάρχεια, επιτίθενται στους αστυνομικούς που προσπαθούν να τους σταματήσουν. Πολιτική υποκρισία ή απλώς ταξική συμπάθεια; Ίσως και τα δύο.

Κανείς βέβαια δεν περιμένει από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου να πει μια κουβέντα για όσους έστειλαν μια εργαζόμενη στο νοσοκομείο ή για τους επιχειρηματίες που μετρούν τις ζημιές τους σε σπασμένα τζάμια και κατεστραμμένα τραπέζια. Όπως δεν περιμένει κανείς από τον κ. Ηλιόπουλο να αποδοκιμάσει όσους στοχοποιούν ακόμα και πολίτες – αρκεί να μισούν την αστυνομία. Στο κάτω-κάτω, για μερίδα της Νέας Αριστεράς, το να φοράς κράνος και να κουβαλάς μολότοφ είναι «επαναστατική πράξη». Το να φοράς στολή ΕΛ.ΑΣ., όμως, είναι έγκλημα.

Ο υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη, Γιάννης Λαμπρόπουλος, έδωσε την απάντηση που έπρεπε. Ναι, η αστυνομία ερευνάται όταν υπάρχει υπέρβαση. Αλλά δεν θα γίνει και εξιλαστήριο θύμα για να ικανοποιηθούν οι λαϊκίστικες εμμονές της αντιπολίτευσης. Αν κάποιοι θέλουν να παριστάνουν τους υπερασπιστές των δικαιωμάτων, ας ξεκινήσουν από το βασικό: το δικαίωμα των πολιτών να κυκλοφορούν χωρίς να φοβούνται μη φάνε μια μολότοφ ή μια πέτρα στο κεφάλι.

Και αν μερικοί συνεχίσουν να κάνουν πλεύση προς τα άκρα, προς τα Εξάρχεια και τους «γνωστούς-αγνώστους», ας έχουν υπόψη ότι το Κράτος Δικαίου δεν κυβερνιέται με καταγγελίες, συνθήματα και hashtags. Ούτε με κουκούλες.