Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 86 ετών ο σπουδαίος συνθέτης και τραγουδοποιός, Δήμος Μούτσης.
Δημιουργός των «Μην μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα», «Πειραιώτισσα», «Σ΄ έβλεπα στα μάτια», «Αύριο πάλι», «Με ένα παράπονο», είχε μελοποιήσει επίσης ποίηση και είχε ενορχηστρώσει έργα άλλων δημιουργών, ενώ τραγούδια του ερμήνευσαν πολλοί σπουδαίοι καλλιτέχνες, όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Μανώλης Μητσιάς, η Δήμητρα Γαλάνη και φυσικά ο ίδιος. Ένας από τους εμβληματικότερους δίσκους της καριέρας του ήταν ο «Άγιος Φεβρουάριος», που κυκλοφόρησε το 1972, με τον Μάνο Ελευθερίου στους στίχους των τραγουδιών και τον Δημήτρη Μητροπάνο στην ερμηνεία.
Ο Δήμος Μούτσης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1938 και άρχισε να σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών από την ηλικία των 7 ετών. Σε ηλικία 20 - 21 ετών τελείωσε τις μουσικές του σπουδές κερδίζοντας και το πρώτο βραβείο ως σολίστ στο βιολί. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 60 γνώρισε τον Νίκο Γκάτσο και τον Μάνο Χατζιδάκι.
Το 1967 άρχισε ο Νίκος Γκάτσος να του δίνει στίχους του. Το πρώτο τραγούδι του Δήμου Μούτση ήταν το «Βρέχει ο Θεός» με ερμηνευτή τον Σταμάτη Κόκοτα. Η συνεργασία Γκάτσου και Μούτση συνεχίστηκε με τραγούδια όπως «Μην μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα», «Πειραιώτισσα» με τον ίδιο ερμηνευτή, «Σ΄ έβλεπα στα μάτια» με την Βίκυ Μοσχολιού. Το 1969 με το «Αύριο πάλι» με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, «Με ένα παράπονο» με τον Μπιθικώτση αλλά και τον πρωτοεμφανιζόμενο Μανώλη Μητσιά. Το 1970 ανέθεσε ο Μάνος Χατζιδάκις στο Μούτση, τη φροντίδα της ενορχηστρώσης και της μουσικής διευθύνσης των τραγουδιών του στον δίσκο «Επιστροφή». Όλα σε στίχους Νίκου Γκάτσου και με ερμηνευτές τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την πρωτοεμφανιζόμενη τότε Δήμητρα Γαλάνη. Στον δίσκο αυτό συμπεριλήφθηκαν τα τραγούδια του Χατζιδάκι «Μίλησε μου», «Φιλντισένιο καραβάκι», «Η πίκρα σήμερα», με ενορχηστρώσεις του Μούτση. Την ίδια εποχή ο Μούτσης συνεχίζει να γράφει επιτυχίες όπως το «Αυτά τα χέρια» (στίχοι Λευτέρη Παπαδόπουλου) και το «Στην Ελευσίνα μια φορά» (στίχοι Βασίλη Ανδρεόπουλου) με τον Μανώλη Μητσιά.
Μεγάλος σταθμός στην πορεία του ήταν ο «Άγιος Φεβρουάριος», που ηχογραφήθηκε στα τέλη του 1971 και κυκλοφόρησε αρχές του 1972. Στους στίχους ο Μάνος Ελευθερίου και ερμηνευτές οι Δημήτρης Μητροπάνος και Πετρή Σαλπέα. Ένα πολύ σημαντικό έργο που σφραγίζει όλη την πρώτη αυτή περίοδο, ανοίγοντας μάλιστα με αυτό το έργο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, καινούργιους δρόμους στην ελληνική δισκογραφία. Στον δίσκο «Άγιος Φεβρουάριος» εκτός από το ομώνυμο τραγούδι θα ακούσουμε κι άλλα μεγάλα τραγούδια όπως: «Κι αν φταίει κανείς», «Το σπίτι στην ανηφοριά», «Η σούστα πήγαινε μπροστά», «Άλλος για Χίο τράβηξε» και άλλα.
Ακολούθησε το 1972 ο «Συνοικισμός Α» με στίχους Γιάννη Λογοθέτη (που είχε και το ψευδώνυμο Γιάννης Μιχαηλίδης) αλλά και Γκάτσου, Ελευθερίου και Βαρβάρας Τσιμπούλη. Ερμηνευτές ήταν οι Αντώνης Καλογιάννης και Βίκυ Μοσχολιού, με τραγούδια που έγιναν μεγάλες επιτυχίες, όπως τα «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε», «Έτσι είν' η ζωή» με τη Βίκυ Μοσχολιού, «Στο παράθυρο αγναντεύοντας» με τον Καλογιάννη, το λαϊκό ορχηστρικό «Ο χορός της λεβεντιάς» κλπ. Το 1973 κυκλοφορούν οι «Στροφές», άλλη μια λαϊκή και συνάμα πολύ μελωδική δίσκογραφική δουλειά του Δήμου Μούτση. Με μόνη ερμηνεύτρια την Βίκυ Μοσχολιού και στίχους Πυθαγόρα, Λογοθέτη, Ελευθερίου, αλλά και Γκάτσου. Εκεί θα ακούσουμε επιτυχίες όπως: «Αγκαλιά και πλάι πλάι», «Και γειά χαρά», «Μια βραδιά στη Λάρισα», «Εγώ είμ' εγώ» και το ατμοσφαιρικό «Στους μπαξέδες» που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Μάρκου Βαμβακάρη.
Το 1974 στη μεταπολίτευση, έρχονται οι «Μαρτυρίες», που περιλάμβανε τα τραγούδια του Μούτση που είχε κόψει η λογοκρισία της χούντας σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, Γιάννη Λογοθέτη, Γιώργου Χρονά, Βαρβάρας Τσιμπούλη και του ίδιου του συνθέτη και τραγουδιστές το Μανώλη Μητσιά, τη Βασιλική Λαβίνα, σε μια από τις πρώτες δισκογραφικές της συμμετοχές και το Χρήστο Λεττονό.
Παιδί μιας παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας κάπου στον Πειραιά
Το βιογραφικό του, όπως παρουσιάζεται στην επίσημη ιστοσελίδα του:
Παιδί μιας παραδοσιακής Ελληνικής οικογένειας κάπου στον Πειραιά, που το μόνο περιουσιακό της στοιχείο ήταν η εξασφάλιση της καθημερινής επιβίωσης ο Δήμος Μούτσης, στα επτά του χρόνια «απαίτησε» να μάθει μουσική, κάτι αδιανόητο για ένα παιδί της εποχής που δεν ήταν ούτε πλούσιο, ουτε καν ζούσε σε περιβάλον που νάχε σχέση με τα μουσικά πράγματα! Όμως η «προηγμένης τεχνολογίας μάνα» τον έγραψε στον «Πειραϊκό Σύνδεσμο». Ξεκινώντας λοιπόν από κει, κάνοντας βιολί με τη γνωστή ποιήτρια και μεταφράστρια Ιουλία Ιατρίδη που ήταν και δασκάλα βιολιού και τελειώνοντας αργότερα τις μουσικές του σπουδες απ’ το Ωδείον Αθηνών μ’ ένα πρώτο βραβείο παμψηφεί, ο Δήμος Μούτσης ξεκινησε την περιπετειώδη ανήσυχη και δημιουργική του διαδρομή στην ελληνική μουσική, προς τα τέλη της δεκαετίας του 60, εποχή ρευστή μεν πολιτικά αλλά ιδιαίτερα γόνιμη πνευματικά σε πολλούς τομείς. Ύστερα από μια ολόκληρη ιστορία μεγάλων λαϊκών τραγουδιών, 50 περίπου τον αριθμό, σε δίσκους 45 στροφών με συμμετοχή γνωστών, αλλά και πρωτοεμφανιζόμενων τραγουδιστών (Μητσιάς – Γαλάνη) φτάνει στο 1971, όπου με τον «Άγιο Φεβρουάριο», ένα πολύ σημαντικό έργο, τελειώνει νοηματικά και μορφολογικά, όλη την πρώτη αυτή περίοδο, ανοίγοντας μάλιστα μ’ αυτό το έργο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, καινούργιους δρόμους στη μετέπειτα Ελληνική δισκογραφία. Ακολουθούν ακόμα 2 δίσκοι με λαϊκά τραγούδια, ο «Συνοικισμός Α» κι οι «Στροφές» και το ’74 με τη μεταπολίτευση, ένα ακόμα σημαντικό L.P. οι «Μαρτυρίες» με διάφορα σπουδαία τραγούδια, «κομμένα] μέχρι τότε από τη λογοκρισία.
Το 1975 επιχειρεί την «Τετραλογία», με πρωτοεμφανιζόμενη την Α. Πρωτοψάλτη, ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, αποφασίζοντας να αναμετρηθεί με θηριώδη κείμενα της ελληνικής ποίησης (Καβάφη, Σεφέρη, Καρυωτάκη, Ρίτσο). Εδώ, έχει πολύ ενδιαφέρον να ακούσει κανείς αυτό το έργο, και στην ορχηστρική του εκδοχή. Αν αφαιρούσαμε δηλαδή τις φωνές, ίσως και να ‘παιρνε, μιάν άλλη διάσταση. Τίποτα απ’ όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν στον «πολύπαθο χώρο» της μελοποιημένης ποίησης δε μοιάζει μαζί του. Η εντυπωσιακή ενορχήστρωση (κι εδώ αποδεικνύεται ο σπουδαίος μουσικός) πολύπλοκη και πολύχρωμη, σε κάνει συχνά, όσο και αν φαίνεται απίστευτο, να ξεχνάς αυτούς τους στίχους, που είναι απ’ τους καλύτερους που γράφτηκαν στην ελληνική ποίηση, και να επικεντρώνεσαι μόνο στη μουσική. Kαι αυτό το μεγάλο επίτευγμα του Μούτση ελάχιστοι το τόλμησαν και ακόμα λιγότεροι το κατάφεραν. Ίσως γι’ αυτό σ’ όλες τις λίστες, που κατά καιρούς γίνονται από διάφορους ειδικόυς μελετητές κι’ ερευνητές της ελληνικής μουσικής, το απίστευτο αυτό έργο, κατέχει -δικαίως- μια απ’ τις πρώτες θέσεις στην τελική κατάταξη των σημαντικότερων κύκλων.
Ακολούθησε το 1976 η «Εργατική συμφωνία» μουσική απ’ το θεατρικό έργο του Γιώργου Σκούρτη «Απεργία», και το ’79 το «Δρομολόγιο». Όμως παρ’ όλα τα πολύ όμορφα τραγούδια που περιέχονταν στους δυο αυτούς κύκλους, και τις ενορχηστρωτικές εκπλήξεις της » Εργατικής συμφωνίας», για όσους γνωρίζουν καλά τον Μούτση και την μέχρι τότε δουλειά του, θα καταλάβουν πως εδώ, και για διαφορετικούς λόγους, σα να μην είχε ο ίδιος την πρωτοβουλία όλων των κινήσεων. Κατ’ αρχήν, η πρώτη μεγάλη παύση (3 ολόκληρα χρόνια), κι ύστερα μια χαλάρωση, που κανείς δεν την περίμενε, και που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε δείξει ο Μούτσης. «Φοβάμαι ότι θ’ αρχίσω να επαναλαμβάνομαι», είχε πει κάποτε, «Φοβάμαι και δεν το θέλω καθόλου».
Και να το «Φράγμα» 1981 με τον Τριπολίτη. Μια στροφή 180 μοιρών, θα ‘ λεγε κανείς : «Ερηνούλα», «Γράμμα από τη λεγεώνα των ξένων», «Δε λες κουβέντα», κι ένας Μούτσης απ’ την αρχή. Μια ιδεολογική μουσική κι’ αισθητική πρόταση, που σ’ όλα τα επίπεδα είχε να προτείνει κάτι φρέσκο και νέο, και το πέτυχε. Και δικαιώθηκε στο χρόνο, και δημιούργησε «σχολή» ανοίγοντας συγχρόνως στον εαυτό του το δρόμο, γι’ αυτή την τόσο πολυσυζητημένη μετέπειτα, μοναχική του πορεία.
Για τους πάρα πολλούς ανθρώπους που εκτιμούν το έργο του Δήμου Μούτση, τη στάση του που θυμίζει το «Όσο μπορείς» του Καβάφη, ακόμα και την «Ηχηρή» σιωπή του που ανά πάσα στιγμή περιμένουμε να σπάσει και να μας αποκαλύψει το επόμενο του αριστούργημα, οι στίχοι του, η δραματικότητα και αγωνία στην ερμηνεία του, η μουσική που έγραψε στην προσωπική του τριλογία ΕΝΕΧΥΡΟ – ΝΑ…! – ΓΙΑ ΠΟΥΛΗΜΑ ΛΟΙΠΟΝ! , όλα αυτά μαζί και ιδιαίτερα, αποτελούν μιαν αρκετά ικανοποιητική εξήγηση για το ΓΙΑΤΙ έχει τόσα χρόνια να μας δώσει ένα καινούργιο κύκλο τραγουδιών. Αυτό βέβαια καλύπτει τη μισή αλήθεια. Ίσως η άλλη μισή να κρύβεται σε μια παλαιότερη δήλωση του, που δείχνει την ταπεινότητα, το μέτρο και την αυτογνωσία με την όποια αντιμετωπίζει το έργο του: «Περνώντας ο καιρός, καταλαβαίνω πως η δουλειά μου γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Ίσως γιατί μου γίνεται πιο συνειδητή, ίσως γιατί από τιμιότητα, χρειάζομαι περισσότερες διευκρινήσεις».