ΗΚίνα κάλεσε σήμερα τις ΗΠΑ να σταματήσουν “τις αδικαιολόγητες επιθέσεις” εναντίον της εφαρμογής TikTok, έπειτα από το αίτημα της αμερικανικής κυβέρνησης προς την κινεζική μητρική εταιρεία να πουλήσει όλες τις μετοχές της εφαρμογής, προειδοποιώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση αυτή θα απαγορευθεί στο αμερικανικό έδαφος για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Σύμφωνα με τη Wall Street Journal και άλλες αμερικανικές εφημερίδες, ο Λευκός Οίκος έθεσε ένα τελεσίγραφο: αν το TikTok παραμείνει στην ιδιοκτησία της κινεζικής ByteDance, θα απαγορευθεί στις ΗΠΑ.
Πρόκειται για την πιο δραματική εξέλιξη σε μια σειρά μέτρων που έχουν λάβει τον τελευταίο καιρό Αμερικανοί αξιωματούχοι και βουλευτές, οι οποίοι ανησυχούν ότι το TikTok θα δώσει στοιχεία για τους Αμερικανούς χρήστες της εφαρμογής στην κινεζική κυβέρνηση. Η εφαρμογή έχει περισσότερους από 100 εκατ. χρήστες στις ΗΠΑ.
Είναι επίσης και η πρώτη φορά που επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν το TikTok απειλείται με αποκλεισμό στις ΗΠΑ. Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε επίσης προσπαθήσει να απαγορεύσει την εφαρμογή το 2020, όμως την κίνησή του εμπόδισαν αμερικανικά δικαστήρια.
Η Μπρουκ Ομπεργουέτερ, εκπρόσωπος του TikTok, δήλωσε ότι η εταιρεία πρόσφατα ενημερώθηκε από την επιτροπή Ξένων Επενδύσεων στις ΗΠΑ (CFIUS) ότι οι Κινέζοι ιδιοκτήτες της εφαρμογής πρέπει να πουλήσουν τις μετοχές τους. Σε διαφορετική περίπτωση το TikTok ενδέχεται να απαγορευθεί στις ΗΠΑ.
Η Ουάσινγκτον “μέχρι στιγμής δεν έχει παρουσιάσει αποδείξεις ότι το TikTok απειλεί την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ”, αντέδρασε ο Ουάνγκ Ουενμπίν εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών.
“Οι ΗΠΑ θα πρέπει να σταματήσουν να διαδίδουν ψευδείς πληροφορίες για θέματα ασφάλειας δεδομένων, να σταματήσουν τις αδικαιολόγητες επιθέσεις (εναντίον του TikTok) και να προσφέρουν ένα εμπορικό περιβάλλον ανοικτό, δίκαιο, αμερόληπτο και χωρίς διακρίσεις” στις ξένες εταιρείες, πρόσθεσε.
Ο Λευκός Οίκος έχει ήδη απαγορεύσει στους εργαζόμενους σε ομοσπονδιακές υπηρεσίες να έχουν την εφαρμογή στα κινητά τους τηλέφωνα. Αντίστοιχα βήματα έχουν λάβει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η κυβέρνηση του Καναδά για τους δικούς τους υπαλλήλους.