Πριν από 33 χρόνια στην οδό Ομήρου 35 γράφτηκε μία από τις πιο μαύρες σελίδες στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας όταν η «17 Νοέμβρη» δολοφόνησε τον «Απόστολο Παύλο» του ελληνικού ιστορικού συμβιβασμού.
Γράφει ο Κώστας Δημητράκος
Μόνο ο σημερινός ελαφρά ψυχρότερος καιρός του φθινοπώρου και μια αναμνηστική πλάκα θυμίζουν ότι όλα όσα έγιναν το πρωινό της 26ης Σεπτεμβρίου 1989, στο Κολωνάκι, έγιναν στην ίδια χώρα με τη σημερινή. Στην οδό Ομήρου 35, μεταξύ Σκουφά και Σόλωνος, κοντά στη γωνία με τη Σόλωνος. Αν τύχει και περάσει κανείς σήμερα από αυτό το πεζοδρόμιο, ας κάνει τον κόπο να σκεφτεί ότι εκεί, σε αυτές τις τσιμεντόπλακες, σε αυτήν εκεί την είσοδο της πολυκατοικίας, πριν από 33 χρόνια, γράφτηκε μία από τις πιο μαύρες σελίδες της μεταπολιτευτικής ιστορίας της χώρας.
Η τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» δολοφόνησε τον πρώτο πολιτικό άνδρα στην ιστορία της δράσης της, τον Παύλο Μπακογιάννη. Τότε εκείνο το πεζοδρόμιο, εκείνη η είσοδος της πολυκατοικίας δεν βρισκόταν απλώς στην καρδιά της πόλης. Ηταν ακριβώς στην καρδιά της δημοκρατίας…
Σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο για τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, οι τυπικές συστάσεις για το ποιος ήταν κ.λπ. απλώς πιάνουν χώρο. Ο Παύλος Μπακογιάννης υπήρξε μία από τις σημαντικότερες πολιτικές και δημοσιογραφικές προσωπικότητες της χώρας: πολυσχιδής και ανοιχτόμυαλη, προοδευτική, καινοτόμα· ανήκε στους ανθρώπους που χρειάζεται κάθε χώρα αν επιδιώκει να κάνει το μεγάλο βήμα και να περάσει στην επόμενη εποχή.
Οταν το 45άρι του Κουφοντίνα «σκότωσε» όλη την Ελλάδα
Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 1989, ώρα 07:58. Ο Παύλος Μπακογιάννης πήγαινε στο γραφείο του στην οδό Ομήρου. Το αυτοκίνητό του δεν πλησίασε πολύ στην είσοδο, στάθμευσε λίγο παραπάνω προς την οδό Σκουφά. Ο ίδιος κατέβηκε, χωρίς αστυνομική συνοδεία, και συνέχισε με τα πόδια. Ο οδηγός του θα πήγαινε το αυτοκίνητο σε ένα πάρκινγκ της περιοχής. Εκείνα τα χρόνια η κίνηση στο κέντρο της πόλης ήταν ακόμα ανεκτή. Ο αστυνομικός που συνόδευε τον Παύλο Μπακογιάννη δεν ήταν μαζί του, ο ίδιος του είχε πει να μείνει στο σπίτι του και να ξεκουραστεί γιατί το προηγούμενο βράδυ είχαν αργήσει πολύ σε κάποιες συναντήσεις με στελέχη του τότε Συνασπισμού. Από το αυτοκίνητο κατέβηκε πρώτα μία κοπέλα, η γραμματέας του Π. Μπακογιάννη· φορούσε μια κόκκινη ζακέτα, περπάτησε λίγα μέτρα πίσω του και μπήκαν σχεδόν μαζί στην πολυκατοικία για να αντικρίσουν το πρόσχαρο πρόσωπο του θυρωρού που είχε ανοίξει την πόρτα και περίμενε. Στο ασανσέρ είχαν προλάβει ήδη να μπουν δύο γυναίκες που πήγαιναν στο οδοντιατρείο του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας.
Τρεις άντρες γυρόφερναν από νωρίς απέναντι από την πολυκατοικία. Οι δύο από αυτούς φορούσαν κουστούμια και κρατούσαν φακέλους, έμοιαζαν με δικηγόρους, η περιοχή τότε είχε πολύ περισσότερα δικηγορικά γραφεία από όσα έχει σήμερα. Οι δύο είχαν μπει στην πολυκατοικία και ο τρίτος στεκόταν και παρατηρούσε τις κινήσεις του Παύλου Μπακογιάννη και της γυναίκας που τον συνόδευε. Εκανε ένα νεύμα δείχνοντας ότι μπήκαν στην πολυκατοικία και λίγο μετά ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί. Δευτερόλεπτα μετά ακούστηκαν άλλοι δύο, μέσα στις σκάλες ήταν ο «Λουκάς» και ο «Χάρης» της 17Ν: ο Δημήτρης Κουφοντίνας και ο Ηρακλής Κωστάρης. Ο τελευταίος αποφυλακίστηκε στα τέλη Ιουλίου του ’21. Απέναντι στεκόταν ο Σάββας Ξηρός. Τα λόγια του τελευταίου από τις καταθέσεις του: «Η αποστολή μου ήταν να δω όταν φτάσει το αυτοκίνητο του βουλευτή πόσα άτομα θα κατέβαιναν απ’ αυτό και διά σήματος να ειδοποιήσω τον “Λουκά” και τον “Χάρη”. Σε κάποια στιγμή το αυτοκίνητο ήρθε και κατέβηκαν δύο άτομα, δηλαδή ο Μπακογιάννης και μία κοπέλα που φορούσε κόκκινη ζακέτα. Εγώ ειδοποίησα σύμφωνα με το σχέδιο ότι είναι δύο άτομα και νόμιζα ότι η επιχείρηση θα ματαιωθεί. Παρ’ όλα αυτά ο “Λουκάς” και ο “Χάρης” μπήκαν στην είσοδο και εγώ άκουσα δύο πυροβολισμούς και ύστερα από λίγο άλλους δύο. Από το σημείο φύγαμε βαδίζοντας και, αφού επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο τέταρτος, κινηθήκαμε στον περιφερειακό του Λυκαβηττού και το εγκαταλείψαμε στη Νεάπολη. Εδώ θυμήθηκα ότι λίγο μετά τους πυροβολισμούς μια γυναίκα έπαθε υστερία και τσίριζε. Εγώ της συνέστησα ψυχραιμία», είχε πει ο Σάββας Ξηρός.
Η γυναίκα ήταν μια καθαρίστρια από το κτήριο της οδού Ομήρου 35. Ο Παύλος Μπακογιάννης είχε βγει αιμόφυρτος και είχε πέσει στη μέση του δρόμου, σχεδόν μπροστά της. Η γυναίκα άρχισε να ουρλιάζει και να καλεί σε βοήθεια. Τότε εμφανίστηκε μπροστά της ο Σάββας Ξηρός και της είπε: «Ψυχραιμία, κυρά μου, τι κάνεις έτσι. Αντε πήγαινε στη δουλειά σου…» Ενας άλλος αυτόπτης μάρτυρας, ένας οδοκαθαριστής άρχισε να φωνάζει: «Πιάστε τους, πιάστε τους…» Στάθηκε μπροστά στον Κουφοντίνα. Εκείνος έκανε στο πλάι το σακάκι του και άφησε να φανεί η λαβή του πιστολιού που μόλις είχε δολοφονήσει τον Παύλο Μπακογιάννη. «Στρίβε από δω…», του είπε. Ο οδοκαθαριστής σταμάτησε να φωνάζει κι έκανε πίσω.
Ηταν το γνωστό 45άρι της οργάνωσης που ακόμα δεν είχε αρχίσει να κρυώνει. Ηταν το ίδιο όπλο με το οποίο είχαν δολοφονήσει τον Γουέλς, τον Σταμούλη, τον Πέτρου, τον Μομφεράτο και τον Τζώρτζη Αθανασιάδη. Πέντε ημέρες πριν είχαν κλέψει ένα κίτρινο Seat 127 από έναν δρόμο πίσω από τον Ευαγγελισμό. Το είχαν διαλέξει κίτρινο για να μπερδευτούν τα ελικόπτερα της αστυνομίας ώστε να μην ξέρουν αν είναι ΙΧ ή ταξί.
Την ώρα της μεγάλης αναταραχής και ενώ όλοι έβλεπαν τους δολοφόνους να απομακρύνονται κουβεντιάζοντας μεταξύ τους σαν μόλις να είχαν βγει από επαγγελματικό ραντεβού, ένας 26χρονος αστυνομικός της ομάδας Ζ εμφανίστηκε κοντά στη γωνία Σκουφά και Ομήρου. Βρισκόταν, χωρίς βέβαια να το ξέρει, σχεδόν δίπλα στον Σάββα Ξηρό. Ο τελευταίος προτού γυρίσει να φύγει πέταξε στον δρόμο μερικά χαρτιά. Ηταν η προκήρυξη της 17Ν με την οποία αναλάμβανε την ευθύνη για τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη. Ο αστυνομικός πήρε τα χαρτιά και άρχισε να διαβάζει χάνοντας, όπως αναγνώρισε και ο ίδιος αργότερα, πολύτιμο χρόνο. Αλλά δεν πήγαινε το μυαλό του…
Μόλις είχε ανοίξει ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η δολοφονία Μπακογιάννη άφησε άναυδο το σύνολο του πολιτικού κόσμου και ολόκληρη την κοινωνία. Οσο για την ελληνική δημοσιογραφία, αν κοιτάξει κανείς τα πρωτοσέλιδα των ημερών, θα δει πόσο μακρινή ήταν εκείνη η εποχή από τη σύγχρονη πραγματικότητα και ας απέχει μόλις τρεις δεκαετίες. Μια τόσο ερασιτεχνική προσέγγιση με ένα εξαιρετικά κοινό σημείο με το σήμερα: η τοξικότητα, ελλείψει άλλων μέσων, εκφραζόταν μόνο στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων και στα πηγαδάκια της Ομόνοιας από ανθρώπους που χάζευαν μαζικά τις εφημερίδες και σχολίαζαν, σαν πρωτόγονο twitter αλλά με φυσική παρουσία. Αυτό που απασχολούσε τότε την ελληνική κοινωνία, ως κυρίαρχο ερώτημα, ήταν αν οι δολοφόνοι του Παύλου Μπακογιάννη προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ ή «τον δολοφόνησαν οι δικοί του», όπως ανέφεραν κάποια πρωτοσέλιδα.
Ηταν η εποχή που οι δολοφόνοι της 17Ν είχαν αποφασίσει να αποκτήσουν το δικό τους μερίδιο στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό· είχαν θελήσει να «μετρηθούν» και γι’ αυτό διεκδικούσαν το ποσοστά της «αποχής» ή του «άκυρου» από τις εκλογικές αναμετρήσεις της εποχής που εξελίσσονταν στη σκιά μιας ατέλειωτης σκανδαλολογίας αλλά και της απαιτητικής για πολιτική ωριμότητα εποχής. Δεν είναι τυχαίο ότι τον Ιούνιο του ’89 η 17Ν είχε ρίξει φεϊγβολάν στην Αθήνα με τα οποία καλούσε σε αποχή. Παράλληλα, εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε εξέλιξη διάλογος της οργάνωσης με διάφορους επώνυμους αρθρογράφους του ελληνικού Τύπου. Εκτός από την προκήρυξη που πέταξαν στον δρόμο λίγο μετά τη δολοφονία, τα μέλη της 17Ν έστειλαν και νέα προκήρυξη στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», την οποίαν είχαν αφήσει σε κάδο απορριμμάτων της πλατείας Μαβίλη, κοντά στην Αμερικανική Πρεσβεία, το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου 1989.
Η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, το πιο κομβικό χτύπημα της φονικής οργάνωσης σε περίοδο δημοκρατίας, απογύμνωσε κάθε απόπειρα μεταμφίεσης της ένοπλης δράσης της με «επαναστατικά», «αντιιμπεριαλιστικά» και άλλα χαρακτηριστικά. Οσες απόπειρες και αν έγιναν η 17Ν να τυλιχτεί με την αχλύ του «αντάρτικου πόλης», όσες χιλιάδες σελίδες και αν έγραψαν τα μέλη της οργάνωσης για να δικαιολογήσουν την πολυετή δολοφονική δράση τους, όση ορατή και αόρατη υποστήριξη και αν έλαβαν από τα ελληνικά ΜΜΕ, η ιστορία έκλεισε τους λογαριασμούς του πολιτισμένου κόσμου μαζί τους.