Για πολλά χρόνια και κυρίως τo διάστημα που oι δολοφόνοι του παρέμεναν ασύλληπτοι και η «ιδεολογία» του μίσους και του θανάτου δεν είχε αποκηρυχθεί επαρκώς πολιτικά και δεν είχε απαξιωθεί στο επίπεδο της κοινωνίας, η μνήμη του Παύλου Μπακογιάννη περιοριζόταν στα απολύτως προφανή: ότι υπήρξε το τελευταίο αίμα της δράκας της 17 Νοέμβρη και ότι ήταν ο αρχιτέκτονας του ανολοκλήρωτου οικοδομήματος της εθνικής συμφιλίωσης.
Η συρρίκνωση ή η συμπύκνωση αυτή αποστερεί στους περισσότερους την πραγματική εικόνα του «ποιος» ήταν αλήθεια ο Παύλος Μπακογιάννης, που έπεσε νεκρός σαν σήμερα στις 26 Σεπτεμβρίου 1989, σε ηλικία μόλις 54 ετών, αφού πρώτα όρισε τη μοίρα του -μέσα από σκληρό αγώνα για τη γνώση και την επιστήμη- και παρουσίασε το πρώτο συνεκτικό πολιτικό αφήγημα εκσυγχρονισμού της χώρας μέσα από συναίνεση, ευρύ δημοκρατικό μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος και φιλελευθεροποίηση της κοινωνίας. Ο Μπακογιάννης είχε παθιασμένες και ακλόνητες αρχές τη στιγμή που ήταν παντελώς αδογμάτιστος. Για την ακρίβεια, θεωρούσε τη δογματική προσέγγιση και τα ιδεολογικά «δόγματα» τα χειρότερα εργαλεία για να κατανοήσεις τα προβλήματα και να βρεις λύσεις, ειδικότερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα.
Είναι δυνατόν, αναρωτιόταν, να κάνεις πολιτική όταν δεν καταλαβαίνεις για ποια χώρα μιλάς;
Πολιτικά μετριοπαθής και προσωπικά θυελλώδης. Ενας διεισδυτικός πολιτικός επιστήμονας και δημοσιογράφος, ένας «ψημένος» στο καμίνι της κοινωνίας άνθρωπος, ένας πολιτικός πέρα και πάνω από τον μέσο όρο, μπροστά από τον καιρό του, έψαξε ποια είναι και ποια μπορεί να γίνει η Ελλάδα.
Γνώριζε τις προτεραιότητες, γνώριζε τις αναγκαιότητες, γνώριζε καλά και τις «πληγές» που έπρεπε να επουλωθούν οριστικά, για να έχει τύχη το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού. Δύο αναγκαίες συνθήκες έθετε. Τον εξευρωπαϊσμό της χώρας και την υπέρβαση των διαιρέσεων του εμφυλίου πολέμου. Το πολιτικό του όραμα συναντήθηκε με το αντίστοιχο όραμα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και συμπορεύτηκαν -αυτόνομα από τη συγγενική τους σχέση- στο πείραμα της «φιλελεύθερης άνοιξης» της Ν.Δ. σε καιρούς δύστροπους. Το πίστεψε, το υπηρέτησε, έφερε αποτελέσματα. Η Ν.Δ. έκανε την αποφασιστική στροφή στο Κέντρο και άρχισε να εκπέμπει στην κοινωνία ως ένα δημοκρατικό κόμμα φιλελεύθερων αρχών.
Εθνική συμφιλίωση, πολιτική συναίνεση, σίγαση του κατάλοιπου εμφυλιοπολεμικού μίσους και του διαχωρισμού «Αριστερά – Δεξιά» που συμπαρασύρει στη μνήμη τραυματικούς αγώνες επιβίωσης. Ολα αυτά για τον Παύλο Μπακογιάννη ήταν (όπως έχει επισημανθεί από τον νομικό και πολιτικό επιστήμονα και εκ των συνοδοιπόρων στον πολιτικό σχεδιασμό της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη, Δημήτρη Κατσούδα, σε μια από τις λίγες εκδηλώσεις στη Βουλή των Ελλήνων στη μνήμη του) ο παρονομαστής του κλάσματος.
Ο αριθμητής ήταν η ιδεολογία, ο φιλελευθερισμός ή η σοσιαλδημοκρατία. Για όσους τον γνώρισαν προσωπικά, μελέτησαν τα γραπτά του και έγιναν κοινωνοί των πολιτικών του θέσεων, ο Μπακογιάννης ήταν ένας βαθιά φιλελεύθερος, διανοητής.
Η πολιτική του αντίληψη είχε εκφραστεί και στο σλόγκαν με το οποίο η Ν.Δ. είχε προσδιορίσει τότε την ταυτότητά της: «Ελευθερία, δημιουργία, κοινωνική προστασία». Ηταν ακράδαντη η πίστη του στο μέλλον του φιλελευθερισμού. Σε ένα από τα άρθρα του με τίτλο «Πρόοδος και συντήρηση» -που δημοσιεύθηκε στο «Βήμα» τον Μάιο του 1989- ο πυρήνας ήταν η φράση «Στο επίπεδο του ατόμου βιώνεται και δικαιώνεται οποιαδήποτε πολιτική μεταφυσική». Αφού είχε επισημάνει στο ίδιο άρθρο, πως η «άνευρη και απάνθρωπη κοινωνία της μάζας που προβάλλει ως άμεσος κίνδυνος τόσο για τις δυτικές κοινωνίες όσο και στα όρια του υπαρκτού σοσιαλισμού καθιστούν πρόβλημα πρώτης προτεραιότητας την αναβάθμιση της προσωπικότητας και την εξασφάλιση ενός πλέγματος κοινωνικών σχέσεων για να λειτουργήσει».
Ο Μπακογιάννης απέρριπτε τον ντετερμινισμό και όλη του η ζωή ήταν η απόδειξη αυτού.
Οταν στη νιότη του εξομολογήθηκε σε συγγενικό του πρόσωπο την απόφασή του να μεταναστεύσει στη Γερμανία, εκείνος τον αποθάρρυνε λέγοντάς του «μα, εσύ δεν ξέρεις ούτε καλημέρα να πεις στα γερμανικά». Και η απάντηση του Μπακογιάννη: «Και καλημέρα θα μάθω να λέω και θα σπουδάσω». Η δημοκρατία για τον Μπακογιάννη είχε πλαίσιο και αρχές. Δεν ήταν ρητορικό σχήμα. Θεωρούσε ότι την ευθύνη για την ποιότητα της δημοκρατίας την έχουν οι φορείς της και πρωτίστως τα κόμματα, που πρέπει να λειτουργούν στη βάση αρχών. Το ίδιο πίστευε και για τον Τύπο και τα ΜΜΕ. Πίστευε όμως ότι είναι ευθύνη της κοινωνίας να ανατάξει υπεύθυνους πολίτες απέναντι στην εξουσία. Οταν μιλούσε ή έγραφε διάλεγε τις λέξεις κοινωνία, πολίτες και πρόσωπα. Θεωρούσε ότι δυνατός και πλούσιος αισθάνεται ένας πολίτης όχι όταν διαθέτει ατομική περιουσία και πολιτική επιρροή, αλλά όταν προοδεύει με την εργασία του και χρηματοδοτεί με τους φόρους του τις πολιτικές ελευθερίες και την κοινωνική συνοχή. Και παράλληλα πως η παιδεία, η σκληρή δουλειά, η πίστη στην ελευθερία του ατόμου, στο κοινό συμφέρον, στον πολιτισμό μπορεί να αναδείξουν και τις κοινωνίες και τις χώρες. Ο ίδιος ήταν υπόδειγμα της κοινωνικής κινητικότητας και ήταν αυτός ο «μη αστός» που υπερασπίστηκε τόσο συγκροτημένα και με τόσο πάθος τις αρετές της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτός που δεν ήταν εκ καταγωγής αστός, αλλά γέννημα της ορεινής υπανάπτυκτης Ελλάδας και θρέμμα της μετανάστευσης.
Σε αυτές τιςς αρχές της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας πίστευε ότι βρίσκεται το κλειδί για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Στον απεγκλωβισμό από τους δεξιούς και αριστερούς διαχωρισμούς και δογματισμούς. Αυτά θέλησε να «απονευρώσει» και γι’ αυτό ήταν «εχθρός» όσων η ατομική και πολιτική ύπαρξη στηρίχθηκε στη διαιώνισή τους. Τελικά η απώλεια του Μπακογιάννη είναι η συνισταμένη τριών τραγωδιών: Εχασε άδικα τη ζωή του από το μίσος, το φιλελεύθερο πείραμα πήγε στα αζήτητα σε μια στιγμή που αν πετύχαινε η Ελλάδα θα ήταν μια άλλη χώρα, και η εθνική συμφιλίωση έμεινε ατελής, επιτρέποντας έναν ακόμη γύρο «ψευδοπροοδευτισμού» βουτηγμένου στον μετεμφυλιακό λόγο, στα σύνδρομα και τις διαιρέσεις.
Της Κατερίνας Γαλανού από τον Φιλελεύθερο