Γράφει ο Βαγγέλης Παπακωνσταντίνου

 

Μετά την πρόσφατη κατάθεση μηνυτήριας αναφοράς στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για απόπειρα παγίδευσης του κινητού του μέσω κακόβουλου λογισμικού (spyware), το θέμα της παρακολούθησης κινητών (και) στην Ελλάδα ξαναήρθε στην επιφάνεια. Πριν από λίγους μόλις μήνες δημοσιογραφικό ρεπορτάζ αποκάλυψε παρακολούθηση του κινητού και ενός γνωστού δημοσιογράφου ερευνητικής δημοσιογραφίας.

Και στις δύο περιπτώσεις φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε το ίδιο λογισμικό, το Predator, το οποίο χρειάζεται «κλικ» για να λειτουργήσει. Δηλαδή, ο «στόχος» λαμβάνει ένα παραπλανητικό μήνυμα που τον καλεί να «κλικάρει» πάνω του. Αν το κάνει, τότε εγκαθίσταται το Predator στο κινητό του και σχεδόν όλες οι πράξεις του πάνω σε αυτό πλέον παρακολουθούνται. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν ξεγελάστηκε και απόμεινε απόπειρα η παρακολούθηση, ενώ ο δημοσιογράφος είχε, φαίνεται, ξεγελαστεί και παρακολουθούνταν για μήνες.

Ολες αυτές οι εξελίξεις μού δημιουργούν την εντύπωση ότι έχει χαθεί κάθε λογική – ή, σωστότερα, κάθε ρεαλισμός. Είναι άραγε παράλογο εκ μέρους μου να θεωρώ ότι κάθε «πρόσωπο ενδιαφέροντος» αποτελεί πιθανό στόχο παρακολούθησης; Οτι όλοι οι αρχηγοί πολιτικών κομμάτων οπουδήποτε στον κόσμο ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία; Οτι στην ίδια λίστα ανήκουν και δημοσιογράφοι, ιδίως ερευνητικής δημοσιογραφίας και μάλιστα με αντικείμενο τις κυβερνοεπιθέσεις; Και ότι, συνεπώς, γνωρίζοντας όλοι αυτοί ότι αποτελούν «στόχους», πρέπει οι ίδιοι να παίρνουν βασικά μέτρα προστασίας τους;

Στην περίπτωση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ η παραβίαση διαπιστώθηκε όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Απρίλιο του 2022 αποφάσισε (για πρώτη φορά!) να ελέγξει τα κινητά των ευρωβουλευτών για παρακολουθήσεις. Στα πρώτα 200 κινητά που ήλεγξε ήταν και το συγκεκριμένο, και έτσι ενημερώθηκε ο κ. Ανδρουλάκης, ως ευρωβουλευτής. Συνεπώς, το εύρημα ήρθε ως αποτέλεσμα τυχαίου, περιοδικού ελέγχου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και όχι μετά από πρωτοβουλία του ίδιου του κυρίου Ανδρουλάκη όταν έγινε πρόεδρος του τρίτου μεγαλύτερου κόμματος της Ελλάδας. Επιπλέον, το συγκεκριμένο μήνυμα φαίνεται ότι του είχε σταλεί τον Σεπτέμβριο του 2021. Αφού ο έλεγχος έγινε τον Απρίλιο του 2022, υποθέτω ότι το κινητό του κυρίου Ανδρουλάκη δεν «καθαρίστηκε» ποτέ, ούτε δηλαδή μετά την εκλογή του ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.

Παρόμοια έλλειψη οποιασδήποτε πρόνοιας και προσοχής αντιλαμβάνομαι και στην περίπτωση του δημοσιογράφου: πώς είναι δυνατόν έμπειρος δημοσιογράφος που ερευνούσε ακριβώς την κυβερνοασφάλεια να ξεγελάστηκε «κλικάροντας» ένα, εμφανώς, παραπλανητικό μήνυμα; Επίσης, γιατί του πήρε μήνες ολόκληρους να στείλει το κινητό του για έλεγχο;

Ποιος κάνει τις παρακολουθήσεις; Αδύνατο να το μάθει κανείς. Το spyware είναι κάτι καινούργιο, επομένως είναι ακόμα δύσκολο να ρυθμιστεί και να ελεγχθεί. Οι κατασκευαστές τέτοιων προγραμμάτων διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι πωλούν μόνο σε κυβερνήσεις και μόνο για νόμιμους σκοπούς, αλλά με τόσα χρήματα που διακυβεύονται πώς να είναι κανείς σίγουρος;

Οι παρακολουθήσεις κινητών δεν είναι τίποτα άλλο από τη μεταφορά στον ψηφιακό κόσμο μιας πολύ γνωστής πρακτικής του πραγματικού κόσμου. Στον πραγματικό κόσμο είναι γνωστό ότι «πρόσωπα ενδιαφέροντος» παρακολουθούνται – ολόκληρες κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας ιδρύθηκαν και ατελείωτα κατασκοπικά θρίλερ έχουμε δει και διαβάσει με τέτοιο αντικείμενο. Πρέπει να είναι αναμενόμενο, επομένως, ότι όποιος βρεθεί σε αυτήν τη λίστα οφείλει να παίρνει μέτρα, να προστατεύσει πρώτα ο ίδιος τον εαυτό του. Εδώ δεν πρόκειται για «απλούς πολίτες», δεν μιλάμε για μαζικές παρακολουθήσεις μέσω των κοινωνικών δικτύων κ.ο.κ. Εδώ μιλάμε για ανθρώπους συγκεκριμένους, έμπειρους, «επώνυμους», των οποίων οι πράξεις και τα λόγια έχουν σημασία για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Δεν θα έπρεπε οι άνθρωποι αυτοί προτού αρχίσουν τις καταγγελίες να έχουν βεβαιωθεί ότι πρώτα-πρώτα εκπλήρωσαν τις δικές τους υποχρεώσεις στο ακέραιο; Οτι, αν μη τι άλλο, είχαν οι ίδιοι κάνει το αυτονόητο;