«Φανταστείτε πως εμείς πολεμάμε με καταπέλτες και οι αντίπαλοί μας είναι εγκληματίες που τρέχουν με 200 χλμ./ώρα. Πώς μπορούμε να κερδίσουμε; Χωρίς υποκλοπές, περιλαμβανομένων και των πληροφοριών, είναι αδύνατο να κερδίσουμε τη μάχη». Με αυτά τα λόγια επιχειρηματολογεί για τη σκοπιμότητα παρακολούθησης προσώπων υπεράνω υποψίας ο Μισέλ Κλεζ. Πρόκειται για τον Βέλγο εισαγγελέα που ασχολείται με την υπόθεση χρηματισμού ευρωβουλευτών από το Κατάρ.
του Μιχάλη Δεμερτζή
Ο κ. Κλεζ έχει δίκιο. Εάν εξαιρέσουμε την Ουκρανία, στην οποία διεξάγεται κανονικός πόλεμος, σε όλες τις άλλες δυτικές κοινωνίες γίνεται ένας άλλος, διαφορετικός πόλεμος. Ένας πόλεμος αξιών. Και η κυριότερη διαφορά του με προηγούμενους αντίστοιχους πολέμους είναι πως η «σκακιέρα» του δεν είναι πια γεωγραφική, αλλά ψηφιακή. Εν προκειμένω, οι αντιδυτικιστές δικτάτορες, για να πλήξουν τη Δύση εκ των έσω, εκτός από πολλά χρήματα έχουν πλέον και την τεχνολογία. Αντί να στέλνουν πράκτορες για να στρατολογήσουν κόσμο από τη Δύση, στέλνουν απευθείας την προπαγάνδα και τα χρήματά τους με το πάτημα ενός κουμπιού. Και δεν χρειάζεται να ψάξουν για προθύμους… Οι πρόθυμοι τους ψάχνουν από μόνοι τους.
Στο μεταξύ, η μάχη στην ψηφιακή σφαίρα είναι άνιση. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα έχουν στρατούς από χάκερ οι οποίοι δρουν ανενόχλητοι, πολλές φορές παρανομώντας, και ελέγχουν ΜΜΕ που εδρεύουν στη Δύση, άλλοτε κρυφά και άλλοτε φανερά. Από τη δυτική πλευρά, ωστόσο, τα πράγματα είναι διαφορετικά: Τα ανεξάρτητα ΜΜΕ προτιμούν την αντικειμενικότητα από τη φιλοδυτική προπαγάνδα και οι αντίστοιχοι χάκερ της Δύσης θεωρούνται τυπικά εγκληματίες. Τούτων δοθέντων, είναι προφανές ότι σε αυτόν τον πόλεμο δεν μπορούμε να αμυνθούμε με συμβατικό τρόπο, για αυτό και αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε σε παλιότερες και πιο γνώριμες τακτικές, όπως παρακολουθήσεις και υποκλοπές.
Σε ό,τι αφορά λοιπόν αυτές τις τακτικές, τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού στη Δύση, είναι ευνόητο πως πρέπει να ακολουθούνται κάποιες συγκεκριμένες νομικές διαδικασίες, ώστε να προστατεύονται τα δικαιώματα όλων μας. Ας μην γελιόμαστε, όμως… Όλες αυτές οι διαδικασίες προσπαθούν στην ουσία να τετραγωνίσουν τον κύκλο. Στην καλύτερη, προσπαθούν να τηρήσουν κάποια προσχήματα. Μυστικές παρακολουθήσεις και δημοκρατία δεν συμβαδίζουν, τελεία.
Ό,τι κι αν λένε οι έγκριτοι συνταγματολόγοι μας, το να παρακολουθείς τι κάνει κάποιος στην ιδιωτική του ζωή ώστε να το χρησιμοποιήσεις εναντίον του, δεν μπορεί παρά να είναι παράνομο σε μία έννομη τάξη που ενστερνίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, κι ας υπογράψουν την παρακολούθηση οκτώ εισαγγελείς και δεκαπέντε κλητήρες. Καλές είναι οι τυπικότητες, δυναμώνουν τους θεσμούς, καλή και η μελέτη του Συντάγματος, αλλά όλη η ουσία του σύγχρονου κράτους δικαίου βρίσκεται στην ιδέα ότι ακόμα και ο χειρότερος εγκληματίας διατηρεί ακέραια όλα του τα δικαιώματα πριν καταδικαστεί.
Από την άλλη, το κράτος με κάποιο τρόπο πρέπει να εξασφαλίσει την ασφάλεια των πολιτών του, αλλιώς δεν θα ήταν κράτος. Ως εκ τούτου, κάποιες φορές έχει το λόγο να ξεπεράσει τα όριά του απέναντί τους, με τους σύγχρονους δημοκρατικούς θεσμούς να εγγυώνται ότι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε περιορισμένο βαθμό και κατά περίπτωση. Σημασία έχει όμως ότι, εν τέλει, μπορεί να συμβεί. Για αυτό και οι μυστικές υπηρεσίες λέγονται «μυστικές». Γιατί ξεπερνούν αυτά τα όρια – παρανομούν, ουσιαστικά.
Και για αυτό τελικά, όπως και να το δούμε, έχει μικρή σημασία το τι ακριβώς λέει το γράμμα του νόμου και συγκεκριμένα το αν εξαιρεί κάποια πρόσωπα (π.χ. πολιτικούς) από τις παρακολουθήσεις, πολύ δε περισσότερο όταν υπάρχουν βάσιμες υποψίες εναντίον τους. Η ασφάλεια της κοινωνίας είναι σημαντική σε εξίσου υψηλό βαθμό με την ελευθερία της, ιδιαίτερα σε καιρούς που έχουμε εχθρούς ισχυρά κράτη. Και σε τέτοιους καιρούς κανένας δεν εξαιρείται και κανένας, όπως το έθεσε και ο κ. Κλεζ, δεν είναι υπεράνω υποψίας.