Με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), δικαιώθηκε η πρώην Γενική Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων, Κατερίνα Σαββαΐδου, καθώς κρίθηκε ότι, δηλώσεις υψηλόβαθμων στελεχών την περίοδο της δίωξής της, μπορούσαν να επηρεάσουν τη δικαστική της υπόθεση.
Ειδικότερα, παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας από την Ελλάδα διαπίστωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση της πρώην Γενικής Γραμματέως τη Δημοσίων Εσόδων Αικατερίνης Σαββαϊδου και των δηλώσεων σε βάρος της από την τότε κυβερνητική εκπρόσωπο Όλγα Γεροβασίλη.
Το ΕΔΔΑ καταδίκασε την χώρα επιβάλλοντας ποσό 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη σε βάρος της προσφεύγουσας ,αναπληρώτρια Καθηγήτρια Φορολογικού Δικαίου στο Α.Π.Θ.
Η Κατερίνα Σαββαΐδου είχε στοχοποιηθεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ενώ φίλα προσκείμενα στην τότε κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης επιχείρησαν να την εμπλέξουν σε σκάνδαλα προκειμένου να την εξωθήσουν σε παραίτηση ή να δημιουργήσουν συνθήκες απομάκρυνσής της από τη θέση την οποία είχε αναλάβει.
Το χρονικό της προσφυγής
Η κ. Σαββαϊδου προσέφυγε στο Δικαστήριο του Στρασβούργου με αντικείμενο τις δηλώσεις της τότε κυβερνητικής εκπροσώπου Όλγας Γεροβασίλη, στις 22.10.2015, κατόπιν απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου που είχε παύσει από τα καθήκοντά της την κ. Σαββαϊδου, λόγω της εμπλοκής της, σε ερευνώμενη υπόθεση απιστίας και παράβασης καθήκοντος.
Η τότε κυβερνητική εκπρόσωπος κ. Όλγα Γεροβασίλη εξερχόμενη του Υπουργικού Συμβουλίου τότε, είχε δηλώσει ότι «Το Υπουργικό Συμβούλιο ομοφώνως έκανε αποδεκτή την εισήγηση του υπουργού Οικονομικών για να παυθεί η κ. Σαββαϊδου. Όπως αντιλαμβανόμαστε όλοι, σε τέτοιες δύσκολες εποχές για την κοινωνία, σε τέτοιες δύσκολες εποχές για το λαό, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό για τους δημόσιους λειτουργούς να λειτουργούν ενάντια στο δημόσιο συμφέρον και να ευνοούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις που ευνοήθηκαν και από παλιότερες κυβερνήσεις και αποτέλεσαν τον πυρήνα διαπλοκής. Υπάρχουν νόμοι και κανόνες στη χώρα και θα τηρηθούν”.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι οι επίμαχες δηλώσεις παραβίασαν το τεκμήριο της αθωότητας της προσφεύγουσας, καθώς δόθηκαν από ανώτατη εκπρόσωπο του Κράτους, η οποία είχε μία αυξημένη δέσμευση λόγω της θέσης της για σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας. Επιπλέον, το Δικαστήριο δέχεται ότι ο τρόπος της διατύπωσής των δηλώσεων, ήτοι χωρίς καμία επιφύλαξη, δημιούργησαν την εντύπωση ότι η προσφεύγουσα ενεπλάκη σε πράξεις αντίθετες προς το δημόσιο συμφέρον και ότι είχε σχέσεις με τη διαφθορά.