Στη σύγχρονη εποχή, όπου η κοινωνία στρέφεται στην υποστήριξη και προστασία των θυμάτων κακοποίησης, ιδιαίτερα των γυναικών, είναι εξίσου σημαντικό να αναγνωρίζουμε και λιγότερο ορατές πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το πρόσωπο του θύματος γίνεται εργαλείο εξουσίας, όπου το αφήγημα της αδικημένης μητέρας, της ευάλωτης γυναίκας ή της ηρωικής πρώην συντρόφου αξιοποιείται όχι για να ζητήσει βοήθεια, αλλά για να κατασκευάσει μηχανισμούς ελέγχου, εκδίκησης ή ακόμα και εξόντωσης.

Η υπόθεση της Αγίας Παρασκευής, κατά την οποία ένας έγκριτος Πολωνός καθηγητής πανεπιστημίου δολοφονήθηκε από τον σύντροφο της πρώην συζύγου του, δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός. Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα η γυναίκα που φέρεται να εμπλέκεται στην εν ψυχρώ εκτέλεση υποκίνησε και να κατεύθυνε, μεθοδικά και σταδιακά, την τέλεση της δολοφονίας.

Παρουσιάστηκε ως η μητέρα που αγωνίζεται για την ευημερία της οικογένειάς της, η γυναίκα που υπέφερε και που ζητά δικαίωση. Ωστόσο, πίσω από αυτή την εικόνα αποκαλύπτεται μια προσωπικότητα που δεν καθοδηγήθηκε από φόβο ή αδυναμία, αλλά από την ψυχρή ανάγκη να εξαλειφθεί ό,τι θεωρήθηκε εμπόδιο στη ζωή της.

Δεν επρόκειτο για πράξη πανικού ούτε για άμυνα απέναντι σε κάποιον επικίνδυνο σύντροφο. Οι ενδείξεις συγκλίνουν στην ύπαρξη ενός προσχεδιασμένου εγκλήματος. Ο πρώην σύζυγός της δεν έπρεπε να εξαφανιστεί επειδή ήταν πραγματική απειλή, αλλά επειδή στο μυαλό της έτσι τον είχε ορίσει. Ήταν το εμπόδιο στην επιμέλεια, στην απόλυτη κυριαρχία πάνω στα παιδιά και ενδεχομένως στη διεκδίκηση περιουσιακών στοιχείων. Επομένως η εξόντωσή του δεν ήταν αμυντική πράξη αλλά λειτουργική, ψυχρή επιλογή.

Το προσωπείο της θυματοποίησης ως στρατηγική εξουδετέρωσης

Το προφίλ τέτοιων θυλικών δεν είναι εκείνο της γυναίκας που λύγισε από πίεση ή εγκατάλειψη. Πιο συχνά συνδέεται με χαρακτηριστικά ναρκισσιστικής προσωπικότητας. Πρόκειται για άτομα με διογκωμένη εικόνα του εαυτού τους, που θεωρούν τους άλλους εργαλεία για την επίτευξη των στόχων τους. Διακρίνονται για έλλειψη ενσυναίσθησης, αδιαφορία για τις συνέπειες των πράξεών τους και χειριστική συμπεριφορά. Χτίζουν μεθοδικά αφηγήματα θυματοποίησης, όχι μόνο για να πείσουν την κοινωνία αλλά και για να εκμεταλλευτούν θεσμικά εργαλεία όπως η δικαιοσύνη, η ψυχιατρική αξιολόγηση ή η κοινωνική πρόνοια.

Οι γυναίκες αυτές γνωρίζουν πώς να κερδίζουν τη συμπάθεια. Ξέρουν να παρουσιάζονται εύθραυστες, να προκαλούν σύγχυση, να μετατοπίζουν την προσοχή από τις πράξεις τους στη δική τους φαινομενική οδύνη. Δεν διστάζουν να εμπλέξουν τα παιδιά τους στην προσωπική τους στρατηγική, διδάσκοντάς τα να απορρίπτουν τον πατέρα ή να τον φοβούνται. Μέσα από πράξεις και λόγια, δημιουργείται ένα κλίμα αποξένωσης, όπου ο άλλος γονέας σταδιακά παρουσιάζεται ως επικίνδυνος, ασυνεπής ή αδιάφορος. Κατά συνέπεια, το παιδί παγιδεύεται σε έναν κόσμο που δεν δημιουργεί από μόνο του, αλλά του επιβάλλεται. Έτσι, αρχίζει να υιοθετεί μια εχθρική ή φοβισμένη στάση απέναντι στον πατέρα του, όχι επειδή το αισθάνεται πραγματικά, αλλά επειδή έχει μάθει να τον βλέπει μέσα από το παραμορφωμένο φίλτρο του ενός και μοναδικού γονεϊκού αφηγήματος.

Οι πατεράδες που βρίσκονται σε αυτή τη θέση βιώνουν μια μορφή σιωπηλής κακοποίησης. Στερούνται την επαφή με τα παιδιά τους χωρίς τεκμηριωμένο λόγο, υφίστανται κοινωνική διαπόμπευση και καλούνται να αποδείξουν την αθωότητά τους απέναντι σε κατηγορίες που συχνά βασίζονται σε ψευδείς ή διογκωμένες αφηγήσεις. Το δικαστικό σύστημα, αν και θεσμικά ισότιμο, είναι συχνά αργό και επιρρεπές σε προκαταλήψεις. Η μητέρα, σχεδόν αυτόματα, εμφανίζεται ως η φυσική προστάτιδα ενώ ο πατέρας συχνά αντιμετωπίζεται με καχυποψία, ακόμη και όταν δεν υπάρχουν απτές αποδείξεις εις βάρος του.

Όταν το φύλο γίνεται πανοπλία ή καταδίκη

Το δικαίωμα να μιλάς για την κακοποίηση δεν πρέπει να καταλύεται ούτε να αμφισβητείται, αλλά είναι επίσης κρίσιμο να αναγνωρίζεται πότε το σύστημα αξιοποιείται καταχρηστικά. Μια καταγγελία δεν μπορεί να θεωρείται τεκμήριο ενοχής και το φύλο δεν μπορεί να λειτουργεί ως φίλτρο αξιολόγησης της αλήθειας.

Το κοινωνικό στερεότυπο της «καλής μητέρας» λειτουργεί συχνά ως αόρατο προστατευτικό δίχτυ. Η γυναίκα που αγωνίζεται για το παιδί της έχει, σχεδόν εξ ορισμού, τη συμπάθεια της κοινής γνώμης. Ακόμα και όταν εμφανίζονται στοιχεία που μαρτυρούν τοξικότητα, ψέμα ή εκδικητική συμπεριφορά, η κοινωνία διστάζει να τα ερμηνεύσει ως επικίνδυνα. Υπάρχει μια σχεδόν άρρητη πεποίθηση πως η μητέρα πάντα ξέρει, πάντα αγαπά και πάντα πράττει για το καλό του παιδιού. Αυτή η πεποίθηση, όταν λειτουργεί άκριτα, μετατρέπεται σε πρόσφορο έδαφος για να δράσει ο θύτης με τη μάσκα του θύματος.

Η καλή μητέρα δεν είναι εκείνη που κερδίζει την επιμέλεια με κάθε κόστος. Είναι εκείνη που σέβεται τη σχέση του παιδιού με τον πατέρα του. Είναι εκείνη που δεν κατασκευάζει αφηγήματα για να απομακρύνει, που δεν εργαλειοποιεί το παιδί, που δεν στηρίζει την ηθική της υπεροχή σε ψέματα. Η ευθύνη της μητρότητας δεν αφορά μόνο την παροχή αγάπης, αλλά και την ακεραιότητα της αλήθειας.

Η βία δεν είναι πάντα γένους αρσενικού. Ούτε και η χειραγώγηση, η ανάγκη για έλεγχο ή η ικανότητα για ψυχρότητα και εκδικητικότητα. Αυτά είναι στοιχεία ανθρώπινης φύσης, τα οποία δεν κάνουν διακρίσεις βάσει φύλου. Μια δίκαιη κοινωνία οφείλει να προστατεύει τα αληθινά θύματα, αλλά και να αναγνωρίζει τους κρυφούς θύτες. Όχι για να αμφισβητήσει τον φεμινισμό ή να υπονομεύσει τις γυναίκες, αλλά για να θεμελιώσει μια ουσιαστική, ισόρροπη και έντιμη δικαιοσύνη.

Η υπόθεση της Αγίας Παρασκευής δεν είναι η μοναδική. Είναι μία από τις περιπτώσεις που δείχνουν ότι οι ρόλοι δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Η κοινωνία οφείλει να κοιτάζει κάτω από τη μάσκα, όχι για να κρίνει προκαταβολικά, αλλά για να μη γίνει συνεργός στην κατασκευή ενός ψεύδους που μπορεί να καταστρέψει ζωές. Για να προστατεύσουμε πραγματικά τα θύματα, πρέπει πρώτα να πάψουμε να τα αναγνωρίζουμε αποκλειστικά μέσα από το φύλο τους. Διότι, μερικές φορές, το πιο επικίνδυνο πρόσωπο του θύτη είναι αυτό που φορά τη μάσκα του θύματος.