Χθες, στην Ελλάδα που παλεύει να γίνει κανονική χώρα, δεν βρέθηκε απλώς ένας εκρηκτικός μηχανισμός. Βρέθηκε η πρόθεση φίμωσης. Δεν στόχευσαν τον Γιάννη Πρετεντέρη, στόχευσαν το δικαίωμα κάποιου να μιλά. Να συμφωνεί ή να διαφωνεί. Να γράφει, να θυμώνει, να προκαλεί και να υπάρχει.

Γιατί όποιος νομίζει ότι αυτή η επίθεση είναι «για τον Πρετεντέρη», κάνει λάθος. Δεν είναι προσωπικό, είναι πολιτικό, είναι πολιτισμικό. Είναι η βία εναντίον κάθε δημόσιας φωνής που δεν ταιριάζει με το μέτρο του «αποδεκτού» όπως το ορίζουν οι κήνσορες της δήθεν προόδου.

Δεν τον χώνευες; Δεν σε πείραξε.

Σου φαινόταν «συστημικός»; Το πέρασες στα γρήγορα στο feed.
Είχες πει «τα θέλει και το στόμα του»; Τότε, να ξέρεις: δεν είσαι θεατής, είσαι μέρος του προβλήματος.


Γιατί σε μια Δημοκρατία, δεν υπάρχει «νόμιμος στόχος» για τρομοκρατία. Δεν υπάρχει «ενοχλητικός δημοσιογράφος» που να δικαιολογεί απόπειρα φίμωσης. Δεν υπάρχει ρητορική του μίσους που να μην οδηγεί αργά ή γρήγορα στη βία.

Η
Νέα Δημοκρατία ήταν πάντα ξεκάθαρη: απέναντι σε κάθε μορφή πολιτικής ή παρακρατικής βίας. Όταν άλλοι έκαναν τα στραβά μάτια — ή χειρότερα, υπαινίσσονταν πως «κάτι θα έκανε για να το πάθει» — αυτή η παράταξη υπερασπιζόταν το αυτονόητο: ότι καμία ιδεολογία, καμία οργή, καμία «δικαιοσύνη του δρόμου» δεν μπορεί να νομιμοποιεί τη βία.

Η Αριστερά που αυτοπαρουσιάζεται ως «χώρος ελευθερίας», καταπίνει τη γλώσσα της όταν κάποιος από την «απέναντι πλευρά» κινδυνεύει. Μόνο όταν χτυπηθεί κάποιος δικός τους σηκώνουν πανό. Για τους άλλους, απλώς... σιωπή.

Ας είμαστε ειλικρινείς.

Δεν είναι η πρώτη φορά που δημοσιογράφοι στοχοποιούνται. Ούτε η τελευταία.
Αλλά κάθε φορά που δεν συγκλονιζόμαστε, κάτι χάνουμε. Κάτι βαθύτερο.

Χάνουμε την ψυχή της δημοκρατίας μας.
Χάνουμε την ικανότητά μας να ακούμε χωρίς να πυροβολούμε.
Χάνουμε την αρχή ότι η απάντηση σε μια άποψη είναι μια άλλη άποψη. Όχι ένας πυροβολισμός. Όχι ένα «καλά να πάθει».

Όποιος δεν καταδικάζει ξεκάθαρα, συμμετέχει.
Όποιος σιωπά, συναινεί.
Και όποιος νομίζει ότι δεν τον αφορά, είναι απλώς ο επόμενος.