Την ώρα που η κυβέρνηση επιχειρεί να διαχειριστεί μια άνευ προηγούμενου, σε παγκόσμιο επίπεδο, κρίση εφευρίσκοντας μεθόδους, όπως αυτή του «καλαθιού του νοικοκυριού» για να αντιμετωπίσει πληθωριστικές πιέσεις και ακρίβεια, αλλά και επιβάλλοντας και φορολόγηση σε όλους όσοι αποκομίζουν κέρδη από τις εξελίξεις, οι τράπεζες εμφανίζονται να τηρούν μια στάση που προκαλεί ιδιαίτερη ενόχληση ειδικά στην κοινωνία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίζεται από κυβερνητικές πηγές ενοχλημένος. Όμως επί της ουσίας είναι οργισμένος. Το γεγονός πως επέλεξε να θέσει το θέμα στη συνάντηση που είχε με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλο το επιβεβαιώνει. Όπως και το σαφές μήνυμα που έστειλε προς τους εκπροσώπους των τραπεζών «να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί».
Είχε προηγηθεί η άκαρπη συνάντηση του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα, με εντολή Μητσοτάκη, την Πέμπτη το απόγευμα με εκπροσώπους των τραπεζών και η αρνητική τους στάση ως προς τα θέματα που τέθηκαν. Και όχι μόνο. Η αντιπρότασή τους θεωρήθηκε ότι όχι απλά δεν είναι ικανοποιητική αλλά ότι επί της ουσίας πέταγε το μπαλάκι στο κράτος και τη δική του συνδρομή.
Η συνάντηση θα επαναληφθεί σε δύο εβδομάδες με τον υπουργό Οικονομικών να έχει ζητήσει από τους εκπροσώπους να φέρουν αποφάσεις επί των θεμάτων που ζητά η κυβέρνηση να διευθετηθούν. Η παρέμβαση του πρωθυπουργού έρχεται να αναδείξει τη σημασία που δίνει στην ανάγκη να παρέμβουν οι τράπεζες και να αποφευχθεί ο κίνδυνος δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων.
Η αύξηση των επιτοκίων, όπως καταγράφεται και από την Τράπεζα της Ελλάδας, είναι τέτοια που μετατρέπεται σε βρόχο για τους δανειολήπτες, ειδικά για τις ευάλωτες ομάδες, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται το κόστος που καλούνται να αντιμετωπίσουν και οι υπόλοιπες καθώς και οι επιχειρηματίες.
Σήμερα ο δανεισμός καθίσταται αποτρεπτικός, οι δόσεις έχουν εκτιναχθεί και την ίδια στιγμή τα επιτόκια των καταθέσεων είναι σχεδόν στο σημείο μηδέν, υποπολλαπλάσια αυτών τραπεζων της ΕΕ. Οι τράπεζες αποκομίζουν κέρδη κάτι που καταγράφεται και στους ισολογισμούς τους προκαλώντας αγανάκτηση στους πολίτες, ενώ είναι αυτές που τα χρόνια των μνημονίων στηρίχθηκαν όσο κανείς άλλος μέσα από τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις, δηλαδή μέσα από χρήματα των φορολογούμενων.
Το θέμα δεν ανάγεται στη σφαίρα του λαϊκισμού, αν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κυρίως ΣΥΡΙΖΑ, διά του Αλέξη Τσίπρα και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, διά του Νίκου Ανδρουλάκη εμφανίζονται έτοιμα να βάλουν τις τράπεζες να… πληρώσουν «με έναν νόμο και ένα άρθρο», εγκαλώντας μάλιστα τον Κυριάκο Μητσοτάκη διότι όπως υποστηρίζουν δεν φορολογεί τα κέρδη τους. Ξεπερνώντας το γεγονός πως όπως έχει δηλώσει και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, κατά τη θητεία του ως τσάρος της οικονομίας, οι τράπεζες αποτελούν πυλώνες της οικονομίας, ουδείς πρέπει να παραγνωρίζει την παρουσία του SSM του ευρωπαϊκού μηχανισμού ελέγχου τους.
Στο πλαίσιο αυτό ο Κυριάκος Μητσοτάκης στέλνει το μήνυμα του, εμφανώς οργισμένος, αλλά γνωρίζοντας πως πρέπει να κινηθεί. Οι εντολές προς το υπουργείο Οικονομικών είναι συγκεκριμένες και αποτυπώθηκαν και από τον ίδιο στη συνάντηση με την Κατερίνα Σακελλαροπούλου στο Προεδρικό Μέγαρο. Όπως και η θέση του που δείχνει ότι είναι έτοιμος, εφόσον χρειαστεί να προχωρήσει στο επόμενο βήμα. Άλλωστε έχει δείξει ότι λαμβάνει μέτρα και μάλιστα με τον τρόπο που πρέπει όπως για παράδειγμα έπραξε με τις εταιρείες ενέργειας και τα υπερκέρδη τους.
Τι είπε ο πρωθυπουργός;
Ότι «βρισκόμαστε αντιμέτωποι και με μία ευρωπαϊκή αύξηση στα επιτόκια. Ενδεχομένως επιβεβλημένη σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προκειμένου να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός, αυτό όμως αναγνωρίζουμε απόλυτα ότι έχει επιπτώσεις στους δανειολήπτες, με αύξηση στο κόστος δανεισμού»
Και στο σημείο αυτό κάλεσε τις τράπεζες «να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί. Να στηρίξουν συνολικά τα ευάλωτα νοικοκυριά, καθώς θα έχουν μια υψηλή κερδοφορία όπως φαίνεται το 2022, έτσι ώστε να μπορέσουμε να αποτρέψουμε και τη δημιουργία μιας νέας γενιάς κόκκινων δανείων».
Μιλώντας δε για επιβεβλημένη στήριξη που πρέπει να υπάρξει στα νοικοκυριά που δοκιμάζοντα με την αύξηση της δόσης για τα νοικοκυριά σημείωσε ότι «μια τέτοια πολιτική θα ήταν προς όφελος και των ιδίων των τραπεζών» για να προσθέσει μάλιστα πως:
«υπάρχουν κι άλλες παρεμβάσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν, που αφορούν στις χρεώσεις στις προμήθειες, αλλά και στα επιτόκια των καταθέσεων, τα οποία, κατά την άποψή μου, παραμένουν εξαιρετικά χαμηλά αν αναλογιστεί κανείς το πόσο έχουν αυξηθεί τα επιτόκια χορηγήσεων».
Για να καταλήξει αποσαφηνίζοντας και ότι «Δεν θα υπάρχει συμμετοχή του κρατικού προϋπολογισμού και του Έλληνα φορολογούμενου σε μια τέτοια παρέμβαση. Η χρηματοδότηση θα πρέπει να γίνει από τις ίδιες τις τράπεζες και από τα υψηλά κέρδη τα οποία έχουν και είμαι σίγουρος ότι θα καταλήξουμε τελικά σε μια λύση η οποία θα είναι θετική πρώτα και πάνω απ’ όλα για τους δανειολήπτες, αλλά και για τους καταθέτες, αλλά τελικά πιστεύω και για τις ίδιες τις τράπεζες» δίνοντας έμφασή στο γεγονός πως αυτές «έχουν στηριχθεί πολύ αυτά τα χρόνια, προκειμένου να μειώσουν σημαντικά την έκθεσή τους στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια».
Τα μηνύματα του πρωθυπουργού πολλαπλά αλλά σαφή και με συγκεκριμένους αποδέκτες…