«Υπό τις κρίσιμες συνθήκες που διαμορφώνονται και μετά τα τελευταία απαράδεκτα γεγονότα, ενδεχομένως οι ελληνικές επιχειρήσεις που συνεργάζονται με τουρκικές επιχειρήσεις, να πρέπει να αναθεωρήσουν ή να αναστείλουν προσωρινά την συνεργασία τους, ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Ενδεχομένως μία τέτοια στάση να αποδειχθεί στο τέλος προς το συμφέρον και των δύο χωρών, προκαλώντας την αποκατάσταση των αμοιβαίων σχέσεων καλής γειτονίας».

Αυτό σημειώνει σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Βασίλης Κορκίδης, σχετικά με τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας.

Αναλυτικά στην δήλωσή του ο κ. Κορκίδης αναφέρει τα εξής:

«Οι οικονομικές γέφυρες συνεργασίας τις περισσότερες φορές, φαίνεται να αποδίδουν σε περιόδους κρίσεις μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, παρά τις έντονες αντιπαραθέσεις για τις μεταναστευτικές ροές και άλλα σοβαρά εθνικά θέματα. Όμως μετά και τα τελευταία γεγονότα, ενδεχομένως να πρέπει να αναθεωρήσουμε την επιχειρηματική στάση μας, όσο τουλάχιστον διαρκεί η ασύμμετρη επίθεση στα σύνορα της χώρας μας.

Το 2019 οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών δεν ενισχύθηκαν, αλλά αποδυναμώθηκαν, αφού το διμερές εμπόριο μειώθηκε, παρά το γεγονός ότι ελληνικές επιχειρήσεις επένδυσαν στην γειτονική χώρα, ενώ τουρκικά κεφάλαια τοποθετήθηκαν αντίστοιχα στην Ελλάδα, με έμφαση στον τουριστικό τομέα, τις μαρίνες, τα ξενοδοχεία και άλλα ακίνητα. Συγκριτικά πάντως με το μεγάλο μέγεθος της τουρκικής αγοράς, αλλά και της γειτνίασης, ο όγκος των μεταξύ μας εμπορικών σχέσεων είναι συγκριτικά περιορισμένος.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που διαθέτουμε, παρατηρήθηκε ότι όταν άρχισε να αυξάνεται η ένταση στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας, το διμερές εμπόριο έδειξε να αντιδρά αρνητικά. Ειδικότερα ο όγκος του διμερούς εμπορίου των δύο χωρών, ενώ αυξήθηκε το 2017 κατά 24,2%, από 2,73 δισ. ευρώ, σε 3,39 δισ. ευρώ, μετά άρχισε να ακολουθεί πτωτική πορεία. Η διεύρυνση των εμπορικών συναλλαγών οφειλόταν βασικά στην θεαματική αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, με αποτέλεσμα το εμπορικό ισοζύγιο, από ελλειμματικό, να μετατραπεί σε πλεονασματικό για την Ελλάδα.

Ειδικότερα η αξία των ελληνικών εξαγωγών προς την Τουρκία εκτινάχθηκε στο επίπεδα του 1,95 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 44%. Η Τουρκία είναι ένας από τους βασικούς εμπορικούς εταίρους της χώρας μας, καθώς απορροφά το 6,9% του συνόλου των εξαγωγών μας.

Είναι σαφές, ότι η επιδείνωση της κατάστασης και της απαράδεκτης στάσης της Τουρκίας, θα επηρεάσει αισθητά τις ελληνικές εξαγωγές φέτος, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ακόμα διαθέσιμα συγκριτικά στοιχεία για το πρώτο δίμηνο του 2020.

Το αντίστοιχο ποσοστό για την Τουρκία, δηλαδή η αναλογία των εξαγωγών προς την Ελλάδα επί του συνόλου των τουρκικών εξαγωγών, είναι σχετικά ελάχιστη.

Οι εισαγωγές από την Τουρκία ανέρχονται στο ποσό των 1,4 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μάλιστα μικρή κάμψη. Το εμπορικό ισοζύγιο είναι πλεονασματικό υπέρ της Ελλάδας κατά περίπου 500 εκ. ευρώ, ενώ τα βασικότερα εξαγωγικά προϊόντα από την Ελλάδα, μετά τα πετρελαιοειδή που απορροφά η Τουρκία, είναι το βαμβάκι, βιομηχανικά προϊόντα πλαστικών, αλουμινίου, χαλκοσωλήνες, μηχανολογικός και ηλεκτρολογικός εξοπλισμός.

Τα κυριότερα εισαγόμενα προϊόντα περιλαμβάνουν χάλυβα, πλαστικά, οχήματα, έτοιμα ενδύματα, έπιπλα και ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας, ενώ γενικά μικρή είναι η συμμετοχή των τροφίμων με περίπου 7% στο σύνολο των εξαγωγών.

Η γεωπολιτική κρίση που δημιουργεί η Τουρκία έχει αναταράξεις στην ΕΕ των 27, εξαιτίας της έκθεσης δανεισμού ευρωπαϊκών τραπεζών σε τουρκικές τράπεζες. Οι σημαντικότερες ελληνικές εταιρείες που έχουν επενδύσει στη Τουρκία είναι οι: Titan, Chipita, Ελληνικοί Λευκόλιθοι ΑΕ, Πλαστικά Κρήτης, Alumil, Isomat, Palaplast, Eurodrop, Kleeman, Intrakom, Intralot, Intell Solutions, Καρέλια κ.ά.. Το ύψος των ελληνικών επενδύσεων έχει πάντως περιοριστεί σημαντικά μετά την πώληση της Finansbank από την ΕτΕ έναντι 2,7 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, σημαντικές επενδύσεις έχουν πραγματοποιήσει στην Ελλάδα οι τούρκικοι όμιλοι Dogus και Koc. H Dogus συμμετέχει με 30% στη κοινοπραξία του Αστέρα Βουλιαγμένης, με 50% στο Hilton και με 50% στη μαρίνα του Φλοίσβου. Επίσης ο ίδιος τουρκικός όμιλος κατέχει το 99% της Κ&G Διαχείριση Μαρινών Μεσογείου ΑΕ που ελέγχει τη Μαρίνα Ζέας στον Πειραιά, μαρίνες στη Κέρκυρα, τη Λευκάδα και τη Μυτιλήνη. Ο όμιλος Koc έχει αγοράσει το 80% της Olympic Commercial & Tourism Enterprises SA που ελέγχει το Avis Budget Group στην Ελλάδα. Άλλες τουρκικές επιχειρήσεις με παρουσία στην Ελλάδα, είναι οι όμιλοι Eren Holding, Pak Holdings στη χαρτοποιία, η Polisan στη βιομηχανία χημικών και η κρατική τράπεζα Ziraat. Προβληματισμό στους ειδικούς δημιουργεί η αποπληρωμή του υψηλού δανεισμού των τουρκικών ομίλων και επιχειρήσεων σε δολάρια και ευρώ, κυρίως σε ισπανικές και ιταλικές τράπεζες.

Η επικίνδυνη κρίση που δημιουργεί η ‘γείτονα χώρα’ χτυπάει ‘συναγερμό’ για το διμερές της εμπόριο, όχι μόνο με την Ελλάδα, αλλά και με όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, προκαλώντας μείωση της ζήτησης των τούρκικων προϊόντων και φυσικά την επιδείνωση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης στις τούρκικες επιχειρήσεις. Υπό τις κρίσιμες συνθήκες που διαμορφώνονται και μετά τα τελευταία απαράδεκτα γεγονότα, ενδεχομένως οι ελληνικές επιχειρήσεις που συνεργάζονται με τουρκικές επιχειρήσεις να πρέπει να αναθεωρήσουν ή να αναστείλουν προσωρινά την συνεργασία τους, ως ένδειξη διαμαρτυρίας.

Ενδεχομένως μία τέτοια στάση να αποδειχθεί στο τέλος προς το συμφέρον και των δύο χωρών, προκαλώντας την αποκατάσταση των αμοιβαίων σχέσεων καλής γειτονίας. Η αξιοποίηση της ‘οικονομικής διπλωματίας’, πάντα παίζει σημαντικό ρόλο και συμβάλει στην εξομάλυνση των διακρατικών σχέσεων.

Σαφώς, υπάρχει ο κίνδυνος, να ισχύσει και το αντίστροφο, όπου μία γεωπολιτική και διπλωματική κρίση καταστρέφει τις όποιες οικονομικές σχέσεις έχουν αναπτυχθεί. Οι ‘οικονομικές γέφυρες’ συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών θα μπορούσαν να αποδώσουν, αφού όμως πρώτα εκτονωθούν οι έντονες μεταναστευτικές ροές και σταματήσουν οι τουρκικές προκλήσεις σε σοβαρά εθνικά θέματα, που δυστυχώς συνεχίζουν να διαδραματίζονται στα σύνορα της χώρας μας».