Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση αναβίωσης του εθνικισμού, του οικονομικού προστατευτισμού και του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων βασιζόμενη στην κυριαρχία και στους γεωπολιτικούς αγώνες. Η πανδημία έρχεται απλά να ενισχύσει αυτή την τάση.
του Έρολ Ούσερ*
«Μεγαλύτερο ρόλο για το κράτος» είναι το κεντρικό σύνθημα του 2021. Οι διεθνείς οργανισμοί καθώς και οι εταιρείες ή οι μη κυβερνητικές οργανώσεις απέτυχαν να ηγηθούν της μάχης κατά της πανδημίας. Οι πολίτες αναμένουν από τα κράτη να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα προστασίας και εγγυήσεις που θα αντιστρέψουν την οικονομική καταστροφή. Στη μάχη αυτή τα κράτη επικαλούνται το ιδιαίτερο αίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας και τον αγώνα για πρωτοκαθεδρία. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση αναβίωσης του εθνικισμού, του οικονομικού προστατευτισμού και του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, βασιζόμενη στην κυριαρχία και στους γεωπολιτικούς αγώνες. Η πανδημία έρχεται απλά να ενισχύσει αυτή την τάση.
Στη χρονιά που διανύουμε θα ξεχωρίσουν πέντε τάσεις. Πρώτον, εξαιρώντας τον πόλεμο στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η πανδημία δεν έχει επιφέρει επιδείνωση στο πεδίο των ενόπλων συγκρούσεων ανά τον κόσμο. Μια σχετική ανακωχή επικρατεί στο Ντονμπάς. Στη Συρία, το κέντρο του πολιτικού αγώνα έχει μετατοπιστεί από τα πεδία της μάχης στα διπλωματικά γραφεία. Στη Λιβύη, οι εχθροπραξίες έχουν σταματήσει και έχει επέλθει εκεχειρία. Δεν υφίσταται κίνδυνος επιδείνωσης της κατάστασης γύρω από τη Βόρεια Κορέα. Οι ένοπλες και πολιτικές προκλήσεις που συνεχίζονται είναι: οι τουρκικοί ελιγμοί στη Μεσόγειο, η δολοφονία του επικεφαλής ιρανού πυρηνικού φυσικού Μοχσέν Φαχριζαντέχ, η παράξενη ιστορία με τον Ναβάλι. Η διπλωματία, παρόλα αυτά, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δυσκολίες στην υλοποίηση της βασικής της αποστολής – την πρόληψη των μεγάλων πολέμων.
Η πανδημία δεν καθιστά πιο αδύναμα τα κράτη. Ωστόσο, η μη πειστική, ανεπαρκής ανταπόκρισή τους σε αυτήν την απειλή δημιουργεί στους φίλους, τους εχθρούς, και, ίσως το πιο σημαντικό, στους πολίτες τους μια εντύπωση αδυναμίας.
Η δεύτερη βασική τάση θα αφορά την επιδείνωση της εσωτερικής πολιτικής κρίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Τζόζεφ Μπάιντεν ανέλαβε την προεδρία, κληρονομώντας όχι μόνο τον κορονοϊό και τις οικονομικές του συνέπειες, αλλά και τη ισχνή νομιμοποίηση έναντι του μισού αμερικανικού πληθυσμού. Εισέρχεται στον Λευκό Οίκο χωρίς να είναι ευοίωνες οι προοπτικές για την προώθηση ορισμένων από τις πολλά υποσχόμενες εξαγγελίες του μέσω του νομοθετικού και δικαστικού σώματος, με εξαίρεση εκείνες που έχουν διακοσμητικό ρόλο, όπως η επιστροφή στη Συμφωνία για το Κλίμα του Παρισιού ή τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις Ρωσίας-Αμερικής, δεν θα δούμε κάτι καινούργιο: ένα νέο κύμα πληροφοριακού πολέμου και πολιτικών προκλήσεων κατά της Ρωσίας, με επικεφαλής την Ουκρανία, την Πολωνία, τη Γεωργία ή άλλες χώρες που ελπίζουν να κερδίσουν την εύνοια της νέας αμερικανικής κυβέρνησης. Οι χώρες αυτές απλά αρέσκονται να εκμεταλλεύονται τον ρωσο-αμερικάνικο ανταγωνισμό. Πάρα πολλοί παράγοντες παγκοσμίως εναποθέτουν τις ελπίδες τους στον ανταγωνισμό της Μόσχας με την Ουάσιγκτον. Το σχέδιο βελτίωσης των σχέσεων απαιτεί έναν μακροπρόθεσμο ορίζοντα προγραμματισμού, τον οποίο δεν διαθέτει σήμερα η αμερικανική ηγεσία.
Η τρίτη τάση θα είναι η εφαρμογή της Πράσινης Συμφωνίας από τη Γερμανία, η οποία θα διαμορφώσει ένα νέο οικονομικό και οικολογικό χάρτη στην ΕΕ, με τον κυρίαρχο να αποδίδεται στις γερμανικές επιχειρήσεις, οι οποίες θα κατοχυρώσουν τις περισσότερες προδιαγραφές παραγωγής της ΕΕ. Η εξέλιξη αυτή θα σταθεί εμπόδιο στις διμερείς σχέσεις Γερμανίας-Ρωσίας, όπου στον τομέα της παραδοσιακής ενέργειας είχε αναπτυχθεί αμοιβαία κατανόηση. Η περίοδος των «ειδικών σχέσεων» μεταξύ των δύο χωρών έχει παρέλθει – το πλαίσιο έχει πλέον αλλάξει. Το Βερολίνο δεν επιθυμεί να αναλάβει τον ρόλο του «υποστηρικτή» της Ρωσίας στη Δύση, ενώ η Μόσχα δεν χρειάζεται πλέον τέτοιου είδους υπηρεσίες.
Η Ρωσία και η Γερμανία έχουν εισέλθει σε μια περίοδο ριζικής αναδιάρθρωσης των σχέσεων τους επί τη βάσει των συμφερόντων τους. Το Βερολίνο επαναφέρει τη «νέα ανατολική πολιτική» του καγκελαρίου Βίλλυ Μπραντ ως παράδειγμα θετικής στρατηγικής για την ανάπτυξη των σχέσεων της με τη Ρωσία, ωστόσο οι πρόσφατες εξελίξεις καθιστούν σαφές ότι η σύγχρονη μεθοδολογία του ιστορικισμού που αφορά τη συζήτηση περί των σχέσεων Ρωσίας και Γερμανίας χρειάζεται αναθεώρηση.
Η τέταρτη διεθνής τάση θα είναι εκείνη της έντονης δραστηριότητας της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Τον Νοέμβριο του 2020, μετά την έκβαση του πολέμου στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, στον οποίο συμμετείχε ενεργά η Τουρκία, δημιουργήθηκε ένα νέο status quo στην περιοχή, ενισχύθηκε ο στρατηγικός δεσμός της Άγκυρας με το Μπακού, τέθηκε σε αμφισβήτηση η ηγετική κυριαρχία της Ρωσίας στον Καύκασο, ενώ οι προοπτικές δημιουργίας έντασης, τύπου Μέσης Ανατολής, μέσω των τουρκικών ένοπλων δυνάμεων που έχουν διαμεσολαβητικό ρόλο από τη Συρία ως το Αζερμπαϊτζάν, προκάλεσε έντονες τριβές στις τουρκο-ιρανικές σχέσεις.
Η ανάπτυξη των τουρκικών φιλοδοξιών θα φέρει τη Μόσχα αντιμέτωπη με δύσκολα διλήμματα στο εγγύς μέλλον. Σήμερα, η Τουρκία έχει την ευκαιρία να εισέλθει στην Κασπία Θάλασσα και να επεκτείνει τις δραστηριότητές της και την επιρροή της στην Κεντρική Ασία. Στον Βορρά, οι κίνδυνοι αυξάνονται στο πλαίσιο των δεσμών που δημιουργούνται μεταξύ Άγκυρας και Κιέβου.
Η Ουκρανία πιστεύει στην αποτελεσματικότητα των τουρκικών drones και σκέφτεται να τα χρησιμοποιήσει στο Ντονμπάς. Ο σημαντικά αυξημένος στρατιωτικός προϋπολογισμός της Ουκρανίας αφήνει περιθώρια για μεγάλες δαπάνες και επιτρέπει στην πολιτική ηγεσία της χώρας να αξιοποιήσει τη στρατιωτική της δύναμη. Η ενίσχυση των τουρκικών θέσεων στο Αζερμπαϊτζάν θα δημιουργήσει επίσης ευκαιρίες για επέκταση της παρουσίας της Άγκυρας στη Γεωργία.
Τέλος, η πέμπτη κύρια τάση θα είναι η «πληροφόρηση γύρω από την πανδημία» (infodemic). Η πανδημία συνδέθηκε στενά με την ψηφιοποίηση του τρόπου ζωής των πολιτών. Οι τεχνολογίες της πληροφορικής όχι μόνο απέδειξαν την κοινωνική τους αξία, αλλά καλλιέργησαν ένα νέο κύμα καχυποψίας – τόσο από μέρους των πολιτών όσο και των κρατών. Η ενίσχυση του ελέγχου στη διάδοση των πληροφοριών αποτελεί μέτρο αντιμετώπισης της απειλής.
Οι επιδημίες συνοδεύονταν πάντοτε με τη διασπορά φημών: υποτιμώντας ή υπερεκτιμώντας τον κίνδυνο, προσφέροντας θαυματουργές θεραπείες και κατηγορώντας τις Αρχές για απάτη. Στην προ-βιομηχανική εποχή, αυτές οι φήμες διαδόθηκαν στις αγορές· η διασπορά τους γίνεται πλέον μέσω των κοινωνικών μέσων. Και τώρα και τότε, τα κράτη εκλαμβάνουν αυτές τις φήμες ως απειλή και η καταστολή τους συνιστά ένα από τα πιο σημαντικά μέτρα κατά της επιδημίας.
Το 2021, θα δούμε περισσότερες πρωτοβουλίες για τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης στο διαδίκτυο, περισσότερα παραδείγματα κυβερνητικής πίεσης στα κοινωνικά μέσα. Με τη σειρά τους, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα ασκούν όλο και μεγαλύτερη πίεση στους χρήστες, ενθαρρύνοντάς τους να διορθώνουν τις ερμηνείες των γεγονότων. Τη νέα αυτή χρονιά, πιθανότατα θα δούμε με ποιο τρόπο τα ισχυρότερα κράτη θα ελέγχουν όλο και πιο ενεργά την αγορά πληροφορικής και πώς, με τη σειρά τους, οι μεγαλύτεροι παράγοντές αυτής της αγοράς θα δουν την επιρροή τους να αυξάνεται στα πιο αδύναμα κράτη.
*O Έρολ Ούσερ (Erol User) είναι πρόεδρος και CEO της USER HOLDİNG. Επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος, πρόκειται έναν από τους καινοτόμους παίκτες της επιχειρηματικής τουρκικής σκηνής. Η USER HOLDİNG είναι επενδυτική τραπεζική εταιρεία που προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες τόσο σε τουρκικές όσο και διεθνείς εταιρείες.