Κλείστε τα μάτια και σκεφθείτε μια διαδρομή 200 ετών να καταλήγει στην πλατεία Κουφοντίνα. Σκεφθείτε τους αγωνιστές του 1821 στην ίδια πλατεία με τους «αγωνιστές» του 2021 και προσπαθείστε να βρείτε τις αναλογίες των ηρώων και των «ηρώων». Ειρωνεία αλλά και τροφή για τη σκέψη, για όποιο χώρο τέλος πάντων έχει απομείνει στο μυαλό του σύγχρονου Έλληνα να σκεφθεί την ιστορία του.
του Χάρη Παυλίδη
Γιατί εδώ που τα λέμε και ενόψει του εορτασμού των 200 ετών από την Επανάσταση, ο αντίπαλος της ελευθερίας δεν είναι η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά η παντοκρατορία της υποκουλτούρας που έχει υποκαταστήσει τις αξίες της δημοκρατίας και του δυτικού πολιτισμού. Μιας υποκουλτούρας που τα προϊόντα της αποκτούν ολοένα και περισσότερη επιρροή.
Οι τρομοκράτες εμφανίζονται ως «ήρωες» και την ιστορία γράφουν οι παρέες του περιθωρίου, ενώ την ίδια στιγμή η αμηχανία των θεσμών εκλαμβάνεται ως αποδοχή των πράξεων και των ενεργειών που συντελούνται σε βάρος της δημοκρατίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο η αμηχανία χρησιμοποιείται ως άλλοθι μιας κοινωνίας που έχει προ πολλού παραδοθεί στη λήθη.
Αυτή είναι η πραγματικότητα, και αυτή η πραγματικότητα βρίσκει απέναντι της μια κοινωνία σε αφασία εντελώς αποστασιοποιημένη από την ιστορία της και έτοιμη να συνθηκολογήσει με τους επιβολείς της ελευθερίας της, μόνο και μόνο για να συνεχίσει απερίσκεπτη στην ησυχία της. Και βέβαια όταν ζορίζεται πάντα ευθύνεται το κατεστημένο. Η οικονομική και πολιτική ελίτ της χώρας.
Ποτέ το Κερατσίνι, πάντα η Εκάλη. Εκεί «πάτησε» και η 17 Νοέμβρη, εκεί όπου «πατούν» ποδοπατώντας αρχές και αξίες όλοι οι αντισυστημικοί προκειμένου να αποκτήσουν φανατικούς οπαδούς για να δικαιολογούν τις πράξεις τους. Και όσοι έχουν καταφέρει να μην κολλήσουν τον θανατηφόρο ιό της υποκουλτούρας, του φασισμού φαιού και ερυθρού, αποφεύγουν να αντιπαρατεθούν ευθέως με τους «ήρωες».
Ας είμαστε ειλικρινείς, ή τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε να δούμε την αλήθεια στα μάτια αντί να κλείνουμε τα μάτια και να προχωράμε με μαθηματική ακρίβεια στο αδιέξοδο. Η 17 Νοέμβρη στα πρώτα της βήματα είχε τη σιωπηλή αποδοχή ενός μέρους της κοινωνίας. Οι δολοφονίες της είχαν «κοινωνικό» πρόσημο και αποτελούσαν ένα μέσο αντίστασης κατά του «ντόπιου και ξένου κεφαλαίου».
Οι προκηρύξεις μετά από κάθε δολοφονία ήταν κι ένα ιδεολογικό μανιφέστο της Αριστεράς ενάντια στον καπιταλισμό και τους «εκμεταλλευτές» του λαού. Μια «παγίδα» για την Αριστερά στην οποία διαρκώς έπεφτε, αφού πέραν των κατά συνθήκη αποστάσεων από τον ένοπλο αγώνα ποτέ δεν συντάχθηκε με τις φιλελεύθερες δυνάμεις για την πάταξη της τρομοκρατίας. Γιατί, ίσως, όπως ομολόγησε ο κ. Δρίτσας τα θύματα δεν ήταν «δικά» της.
Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση το θέμα δεν είναι η Αριστερά και οι αυταπάτες της. Το θέμα είναι η αφασία της κοινωνίας που επιτρέπει με την παθητικότητά της στους τρομοκράτες, στους δολοφόνους και στα προϊόντα της υποκουλτούρας, να καθορίζουν το πλαίσιο της «παρέκκλισης» και του «αποδεκτού». Και να σωπαίνουν όσοι όφειλαν να βγούν μπροστά υπό το φόβο ότι θα κληθούν να απολογηθούν για τη στάση της πολιτείας έναντι του κάθε «ήρωα» που εκβιάζει τους θεσμούς.
Κάπως έτσι κινδυνεύει να χαθεί μια μεγάλη ευκαιρία, όπως αυτή που παρουσιάζεται με τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Κάπως έτσι ίσως χαθεί η ευκαιρία για την αστική επανάσταση του 2021, μέσα από την οποία θα αναγεννηθούν οι αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Και κάπως έτσι δεν θα δώσουμε τη θέση που αξίζει σε εκείνους που επέλεξαν να παραχωρήσουν τη θέση τους στους ήρωες. Γιατί χωρίς τον Αδαμάντιο Κοραή δεν θα υπήρχε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Σκεφθείτε τις αναλογίες με την σημερινή πραγματικότητα ώστε να γίνει κατανοητό γιατί η Ελλάδα του 2021 δεν χρειάζεται «ήρωες», πολλώ δε μάλλον πλατείες «αγανακτισμένων», αλλά φωτισμένους και παθιασμένους με την ιδέα της δημοκρατίας και της ελευθερίας Έλληνες.