Το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη παραμένει ένα ανοιχτό τραύμα για την ελληνική κοινωνία. Όμως, αντί να αναζητηθεί η αλήθεια μέσα από σοβαρή έρευνα και να αποδοθούν ευθύνες βάσει στοιχείων, ένα κομμάτι της συστημικής αντιπολίτευσης επιλέγει να υιοθετήσει θεωρίες συνωμοσίας, λειτουργώντας ως «χορηγός» των πιο ακραίων και αντιδημοκρατικών αφηγημάτων.

Η στρατηγική αυτή δεν είναι ούτε αθώα ούτε τυχαία. Σε μια προσπάθεια να πλήξουν την κυβέρνηση, κάποιοι υιοθετούν και διακινούν κάθε ατεκμηρίωτη θεωρία που αναδύεται στα κοινωνικά δίκτυα. Από «εξαφανισμένα βαγόνια» και «απόκρυψη νεκρών» μέχρι «αλλοιωμένα ηχητικά» και «μπάζωμα» για να συγκαλυφθεί η μεταφορά παράνομου φορτίου. Όλες αυτές οι εικασίες όχι μόνο δεν βοηθούν στη διαλεύκανση της υπόθεσης, αλλά αντιθέτως δηλητηριάζουν τον δημόσιο διάλογο και ευνοούν την ακροδεξιά και τις διάφορες αντικοινοβουλευτικές δυνάμεις.

Αυτή η στάση είναι πολλαπλά επικίνδυνη. Πρώτον, αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από τις πραγματικές ευθύνες, που αφορούν τις εγκληματικές ενέργειες του σταθμάρχη και τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού σιδηρόδρομου. Δεύτερον, κανονικοποιεί τη συνωμοσιολογία, δίνοντας χώρο σε ακραίους κύκλους που υπονομεύουν τη Δικαιοσύνη και κατ επέκταση την ίδια τη Δημοκρατία.

Όταν οι εκπρόσωποι μιας «σοβαρής» αντιπολίτευσης μετατρέπονται σε φερέφωνα σκοτεινών θεωριών, το αποτέλεσμα είναι η απαξίωση της πολιτικής και η ενίσχυση των πιο ακραίων φωνών. ‘Όταν ο Ανδρουλάκης καταθέτει πρόταση μομφής για «αλλοιωμένα ηχητικά» και ο Φάμελλος καταθέτει ερωτήσεις για την δολοφονία του Καλογήρου ενισχύουν τα πιο ψεκασμένα σενάρια. Στην πράξη, οι πολιτικοί αυτοί γίνονται χορηγοί της παράνοιας, προωθώντας ένα κλίμα γενικευμένης δυσπιστίας που τελικά υπονομεύει κάθε θεσμική λειτουργία.

Η χώρα χρειάζεται μια σοβαρή αντιπολίτευση που δεν «παίζει» με τα άκρα. Χρειάζεται υπεύθυνη κριτική που θα συμβάλει στην απόδοση δικαιοσύνης και στη διασφάλιση πως τέτοιες τραγωδίες δεν θα επαναληφθούν. Αντί για πολιτική εκμετάλλευση, απαιτείται ψυχραιμία, σεβασμός στη μνήμη των θυμάτων και μια σοβαρή συζήτηση για τις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται. Όποιος επιλέγει τον δρόμο της συνωμοσίας και της τοξικότητας, απλώς ενισχύει τους εχθρούς της δημοκρατίας και το χάος. Η «έλλειψη Κράτους Δικαίου» που προβάλει ως επιχείρημα ώστε να «πέσει» η κυβέρνηση, την καθιστά εχθρό της Δημοκρατίας. Το ερώτημα «Μητσοτάκης ή Χάος;», το δημιουργεί η ίδια η αντιπολίτευση με τη στάση της. Δεν καταλαβαίνουν πως στο συγκεκριμένο ερώτημα η κοινωνία πάντα θα απορρίπτει το χάος.