Η ΕΛΑΣ κατάφερε πάλι να ξεσκεπάσει μια ιστορία που, αν δεν ήταν αληθινή, θα μπορούσε να είναι σενάριο μαύρης κωμωδίας. Μια εγκληματική οργάνωση με τζίρο εκατομμυρίων, χωράφια που αλλάζουν χέρια με το ζόρι, «προστασίες» σε επιχειρήσεις και, φυσικά, ναρκωτικά. Μέχρι εδώ, δυστυχώς, τίποτα το πρωτότυπο. Όμως, όπως πάντα, η ελληνική πραγματικότητα φροντίζει να δίνει μια δόση… φαντασίας.

Στις νόμιμες επισυνδέσεις της ΕΥΠ —ναι, αυτές που κάποιοι βιάστηκαν να ενοχοποιήσουν— ακούγεται η φωνή ενός πρώην υπουργού, αρχηγού κόμματος που πέρασε από τα κυβερνητικά έδρανα αλλά δεν έχει θέση πια στη Βουλή. Και τι κάνει; Όχι, δεν συζητά για πολιτική στρατηγική ή οικονομική πολιτική. Υπόσχεται «τακτοποιήσεις» για το ποιος θα γίνει ο νέος Μητροπολίτης Χανίων, επικαλούμενος γνωριμίες με πλανητάρχες, πρεσβείες και… άνωθεν δυνάμεις.

Η εικόνα είναι σχεδόν κινηματογραφική: οι μαφιόζοι μετρούν κέρδη, μοιράζουν οικόπεδα και προστασίες, κι εκείνος πετάγεται σαν γλαφυρός κομπάρσος που θέλει να δείξει ότι ακόμα «μετράει». Ένας πρώην υπουργός που βρήκε χώρο να παίξει ρόλο σε ένα έργο που δεν του ζήτησε κανείς, προσφέροντας φούμαρα σε ανθρώπους που είχαν ήδη χορτάσει από τέτοια.

Το σημαντικό, όμως, είναι αλλού. Η ΕΛΑΣ απέδειξε για άλλη μια φορά επαγγελματισμό με την επιχείρηση των μυστικών αστυνομικών, ενώ οι επισυνδέσεις της ΕΥΠ ανέδειξαν τον θεσμικό τους ρόλο. Χωρίς αυτά τα εργαλεία, η κοινωνία της Κρήτης θα συνέχιζε να παρακολουθεί άφωνη την παράσταση μιας οργάνωσης που ήθελε να ελέγχει από τα νυχτερινά μαγαζιά μέχρι τις εκκλησιαστικές εκλογές.

Τελικά, η επιχείρηση δεν ξεσκέπασε μόνο τη δράση της μαφίας. Ξεσκέπασε και τη γραφική φιγούρα ενός πολιτικού που επέλεξε να μείνει στη σκιά, μαζί με τα «φιντάνια» του.