Ως «κιβωτό» της ελληνικής τέχνης με διεθνή ακτινοβολία χαρακτήρισε την Εθνική Πινακοθήκη ο πρωθυπουργός κατά τον χαιρετισμό του παρουσία των υψηλών προσκλεκλημένων της Ελλάδας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε στον ρόλο της Εθνικής Πινακοθήκης πραγματοποιώντας μια αναδρομή από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα. «Η ίδια η ιστορία της, άλλωστε, ακολουθεί τη διαδρομή της χώρας» τόνισε.

Ολόκληρος ο χαιρετισμός του πρωθυπουργού

Εξοχοτάτη κ. Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας και κ. Κοτσώνη, Εξοχότατε Πρόεδρε της Κυπριακής Δημοκρατίας και κα. Αναστασιάδη, Υψηλότατε Πρίγκιπα της Ουαλίας και υψηλοτάτη Δούκισσα της Κορνουάλης, Εξοχότατε Πρωθυπουργέ της Ρωσικής Ομοσπονδίας,

Κυρίες και κύριοι,

Με μεγάλη υπερηφάνεια με μεγάλη συγκίνηση, σας καλωσορίζω στην Αθήνα. Στη 200ή επέτειο της ανεξαρτησίας της Ελλάδος και στα εγκαίνια ενός κοσμήματος της πρωτεύουσας αλλά και ολόκληρης της χώρας: Της νέας Εθνικής Πινακοθήκης. Ένα εμβληματικό πολιτιστικό τοπόσημο, που συναντά ένα ανεπανάληπτο ιστορικό ορόσημο. Κτήμα, όχι μόνο των Ελλήνων. Αλλά και των ξένων φίλων μας που συμμετέχουν στην εθνική μας επέτειο. Έστω κι αν η πανδημία, τελευταία στιγμή, κράτησε κάποιους απ’ αυτούς μακριά μας, όπως τον αγαπητό μας Πρόεδρο της Γαλλίας.

Το σημερινό γεγονός στέλνει ένα ανανεωμένο μήνυμα δυναμισμού στην αυγή του τρίτου αιώνα ελευθερίας της Ελλάδας. Γιατί η Εθνική Πινακοθήκη δεν υπήρξε ποτέ ένα απλό αποθετήριο καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αλλά, αντίθετα, ήταν ένας ζωντανός οργανισμός, που συμβάδισε με την πρόοδο του έθνους.

Η ίδια η ιστορία της, άλλωστε, ακολουθεί τη διαδρομή της χώρας. Μία διαδρομή που ξεκινά από το 1829 στην Αίγινα, με τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια να συγκεντρώνει τότε πρώτος πίνακες ως πρώτο πυρήνα ενός μελλοντικού μουσείου. Και φτάνει στον μεγάλο σταθμό του το 1896. Όταν ο λόγιος και νομικός Αλέξανδρος Σούτσος κληροδοτεί στο Δημόσιο την προσωπική του περιουσία αλλά και την προσωπική του συλλογή για τη δημιουργία της Εθνικής Πινακοθήκης.

Έτσι, το 1900 ανατέλλει το νέο ίδρυμα, με πρώτο διευθυντή τον ζωγράφο Γεώργιο Ιακωβίδη. Καταλήγει εδώ στην οριστική του στέγη, το 1975. Σε αυτό το θαυμάσιο κτίριο σχεδιασμένο από τον Παύλου Μυλωνά και τον Δημήτρη Φατούρο, ένα κλασικό δείγμα του αθηναϊκού μοντερνισμού.

Είναι, πραγματικά, μεγάλη μου τιμή, που δώδεκα χρόνια μετά, δώδεκα χρόνια μετά την εκκίνηση των εργασιών για τη νέα Πινακοθήκη, αυτή να ανοίγει τις πόρτες της για πρώτη φορά μια μέρα πριν την επέτειο των 200 χρόνων από την εθνική παλιγγενεσία.

Όπως είπε και η κυρία Υπουργός, θέσαμε ένα ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα και το πετύχαμε. Χάρη στην υπομονή του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά στην επιστράτευση της εργατικότητας όλων των στελεχών του Υπουργείου, των εξωτερικών συνεργατών, χάρη στο ελληνικό φιλότιμο, τηρήσαμε τη δέσμευση την οποία είχαμε αναλάβει.

Σχεδόν δύο αιώνες από τα πρώτα της αποκτήματα, η Εθνική Πινακοθήκη αποτελεί ένα θησαυροφυλάκιο 20.000 έργων. H μόνιμη συλλογή της εκτίθεται για πρώτη φορά με τέτοια λαμπρότητα. Σε αυτήν αποτυπώνεται ο δρόμος μέσα από τον οποίον η ζωγραφική της Νέας Ελλάδας επηρεάστηκε από όλα τα ρεύματα του μοντερνισμού. Χωρίς, ωστόσο, να απωλέσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παράδοσής της.

Έτσι, ο Κόντογλου συνυπάρχει αρμονικά με τον Μόραλη. Και ο Λύτρας με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Αυτός ο πλούτος της Ελλάδος. Αυτός ο πλούτος του κόσμου, θα απλώνεται, στο εξής, σε 21.000 τετραγωνικά μέτρα. Με χώρους έκθεσης και φύλαξης των πολύτιμων συλλογών. Με αμφιθέατρο και βιβλιοθήκη. Με υπερσύγχρονα εργαστήρια συντήρησης.

Μέρος του κόστους καλύφτηκε από σημαντικές ιδιωτικές προσφορές, με σημαντικότερη αυτή του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Κι έτσι η χώρα δέχεται, σήμερα, ένα ανεκτίμητο δώρο, στα πρώτα της βήματα στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα.

Αγαπητοί φίλοι,

Η νέα Πινακοθήκη επιβεβαιώνει τον ρόλο της ως «κιβωτού» της ελληνικής τέχνης με διεθνή ακτινοβολία. Αναδεικνύοντας, παράλληλα, και το μερίδιό της στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Όμως, η επέτειος έναρξης του Αγώνα για την Ελευθερία και την Ανεξαρτησία στρέφει το ενδιαφέρον μας ειδικά σε 35 έργα, φορτισμένα με Ιστορία.

Όχι μόνο στην «Ελλάδα Ευγνωμονούσα» και στην «Υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα» του Θόδωρου Βρυζάκη. Ή στο «Μετά την Καταστροφή των Ψαρών» του Νικολάου Γύζη. Όλα έργα Ελλήνων δημιουργών, ανάμεσα στο 1858 και στο 1898. Αλλά και στο «Επεισόδιο του Ελληνικού Αγώνα» του Ευγένιου Ντελακρουά. Την τελευταία του προσφορά στο φιλελληνικό κίνημα. Και μία ακόμη κατάθεση υπέρ της Επανάστασης δίπλα στην «Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας» του Ιβάν Αϊβαζόφσκι. Γιατί η Ελλάδα της Εθνικής Επανάστασης είχε, τότε, δίπλα της, Βρετανούς, Γάλλους και Ρώσους φίλους. Λαούς που οδήγησαν τελικά τις κυβερνήσεις τους στη ναυμαχία του Ναυαρίνου και στις συνθήκες του Λονδίνου. Αυτές που κατοχύρωσαν την εθνική ανεξαρτησία. Και εκείνοι οι δεσμοί, μαζί με της αδελφική μας σχέση με την Κύπρο, δεν λύθηκαν, φυσικά, στο πέρασμα του χρόνου…

Στους δύο αιώνες που ακολούθησαν, πολεμήσαμε μαζί στο πλευρό της «Αντάντ», στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μαζί νικήσαμε το τέρας του Ναζισμού, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ιστορία, λοιπόν, μας θέλει σταθερούς συμπολεμιστές στις μεγάλες μάχες της ανθρωπότητας.

Και σήμερα, μας βρίσκει δίπλα-δίπλα, μπροστά στη «Λαϊκή Αγορά» του Τέτση, αυτό το εμβληματικό έργο που κοσμεί την είσοδο της Νέας Πινακοθήκης. Είναι ένα έργο αφιερωμένο στην καθημερινή επικοινωνία των απλών ανθρώπων. Γιατί οι απλοί άνθρωποι έχτισαν τη σύγχρονη Ελλάδα. Με κόπο, δάκρυα, ιδρώτα και, συχνά, αίμα. Αλλά πάντα με ελπίδα.

Υψηλοί φίλοι της χώρας μου, ας απαντήσουμε, λοιπόν, με τη σειρά μας και εμείς στην Ιστορία. Μένοντας συνεργάτες και στην ειρήνη και στις νέες προκλήσεις που φέρνει για όλους μας το μέλλον.

Καλώς ήλθατε στα εγκαίνια της νέας Εθνικής Πινακοθήκης, καλώς ήλθατε στην πατρίδα μας.

Σας ευχαριστώ.