Σε ηλικία μόλις 20 ετών, πίσω στο 1988, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δημοσιεύει ένα άρθρο του στην μηνιαία πολιτική και οικονομική επιθεώρηση «Πολιτική Εποπτεία». Με τίτλο «Ο Άνταμ Σμιθ και η δικαίωση του συμφέροντος» αναλύει σε αυτό τα όσα ο Σκωτσέζος οικονομολόγος και ηθικός φιλόσοφος αναφέρει στον Πλούτο των Εθνών και την Θεωρεία των Ηθικών Αισθημάτων.

“Τόσο στο ΠΤΕ όσο και στο ΘΗΑ, τα άτομα εμφανίζονται να προωθούν ακούσια τα χρηστά ήθη της κοινωνίας μέσα από την επιδίωξη τού ατομικού τους συμφέροντος. Ο μηχανισμός αυτός των ακούσιων συνεπειών εκφράζεται κατά τον καλύτερο τρόπο στα λόγια του Σμιθ: Επιδιώκοντας το ατομικό του συμφέρον, το άτομο προωθεί συχνά το συμφέρον της κοινωνίας αποτελεσματικότερα, παρά αν είχε πράγματι την πρόθεση να το προωθήσει» τονίζει , μεταξύ άλλων στο άρθρο του πριν από 30 χρόνια ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Οι θέσεις του νεαρού Κυριάκου Μητσοτάκη δεν φαίνεται να διαφέρουν από εκείνες του πρωθυπουργού. Αντιθέτως, τα όσα γράφει στο μακρινό 1988 είναι εκείνα που τον οδηγούν σήμερα, με το συμφέρον της κοινωνίας να είναι πρώτη του προτεραιότητα σε όλες του τις αποφάσεις. 

Ολόκληρο το άρθρο:

Ο σκοπός αυτού του άρθρου μου είναι ν’ αποδείξω ότι τα δύο μεγαλύτερα έργα του Σμίθ, Πλούτος των Εθνών (ΠΤΕ) και Θεωρία των Ηθικών Αισθημάτων (ΘΗΑ), έχουν μια κοινή διέπουσα. Ο συνδετικός ιστός των δύο έργων είναι η ηθική δικαίωση του ατομικού συμφέροντος (όπως αυτό αναπτύσσεται στο ΠΤΕ), μέσα από μια διαδικασία που σχετίζεται με τη σωφροσύνη, μια απόλυτα ανθρώπινη αρετή (όπως αυτή αναπτύσσεται στο ΘΗΑ). Πρέπει όμως να επισημάνω πως εκτός από την βασική αυτή σχέση υπάρχουν σοβαρές διαφορές ανάμεσα στα δύο κείμενα, που προκύπτουν από το γεγονός ότι το ένα δεν είναι η άμεση συνέχεια του άλλου. Μολονότι δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε, όπως ελπίζω θ’ αποδείξω, ότι υπάρχει πράγματι πρόβλημα Ανταμ Σμιθ, θα πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας ότι το ΠΤΕ και το ΘΗΑ είναι δύο διαφορετικά βιβλία, που πραγματεύονται διαφορετικά θέματα, και, γράφτηκαν σε διαφορετικές στιγμές πνευματικής ωριμότητας του συγγραφέα.

Μελετώντας το γενικό πλαίσιο τόσο του ΠΤΕ όσο και του ΘΗΑ βλέπουμε, κατ’ αρχήν, ότι στην πραγματικότητα τίθεται και στα δύο έργα το ίδιο πρόβλημα: Πώς θα ορίσουμε τον ηθικό χαρακτήρα μιας κοινωνίας που η δομή της στηρίζεται μόνο στο υλικό κίνητρο του ατομικού συμφέροντος; Είναι άραγε δυνατή η ηθική δικαίωση του ατομικού συμφέροντος, πέρα από την αναγνώριση της ζωτικής συνεισφοράς του στη σταθερότητα και την ευημερία της εμποροκρατικής κοινωνίας;

Ο Σμιθ, στο έργο του ΘΗΑ, καθιερώνει τη σχέση ατομικού συμφέροντος και ηθικής χρησιμοποιώντας και ερμηνεύοντας την έννοια της «σωφροσύνης» την οποία θεωρεί «συνδυασμό τέλειας αρετής και τέλειας σοφίας».

Τα κύρια χαρακτηριστικά της σωφροσύνης, σύμφωνα με τον Σμίθ, είναι: «Η φροντίδα της υγείας, της ευτυχίας, του πλούτου και της καλής φήμης του ατόμου».

Ο σώφρων άνθρωπος, μολονότι επιδιώκει πάντοτε την προώθηση του ατομικού του συμφέροντος, δεν έχει την τάση να χρησιμοποιεί αδικαίωτες μεθόδους που απειλούν τα χρηστά ήθη της κοινωνίας μέσα στην όποια ζει και παράγει. Έτσι ο σώφρων άνθρωπος «υποστηρίζεται πάντοτε και ανταμείβεται με την πλήρη επιδοκιμασία του αμερόληπτου θεατή».

Έχοντας τώρα τοποθετήσει τον βασικό και σαφή σύνδεσμο που υπάρχει ανάμεσα στο ατομικό συμφέρον και την ηθική δικαίωση, μπορούμε να προχωρήσουμε και να διερευνήσουμε λεπτομερέστατα το μηχανισμό με τον όποιο η ατομική συμπεριφορά και το κίνητρο μετατρέπονται σε παράγοντες της κοινωνικής ομαλότητας. Μπορεί ν’ ανακαλύψουμε έκπληκτοι ότι όταν υποβάλλουμε τα κείμενα σε μια βαθύτερη ανάλυση, ο βασικός συνδετικός ιστός ανάμεσά τους πάσχει από πολλά δομικά ελαττώματα.

Πρώτον, χρειάζεται να εξετάσουμε με ποιο τρόπο, τα αίτια και τα κίνητρα για την επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος, διαφέρουν ατα δύο κείμενα. Είναι σαφές ότι το  πρωταρχικό κίνητρο που υποκινεί το ατομικό συμφέρον στο ΠΤΕ είναι η συσσώρευση πλούτου διότι έτσι δίνεται η δυνατότητα στους ανθρώπους ν’ αυξήσουν τον υλικό πλούτο τους και να βελτιώσουν την κοινωνική τους θέση. Στο ΘΗΑ όμως, η συσσώρευση πλούτου καθαυτή δεν είναι κάτι τόσο σημαντικό, διότι το έμφυτο αίσθημα συμπάθειας, το πρωταρχικό αυτό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης, κάνει τον άνθρωπο να ταυτίζεται με τις συνθήκες και τις ενέργειες του συνανθρώπου του. Ο Σμιθ υποστηρίζει ότι «επειδή οι άνθρωποι έχουν την προδιάθεση να συμμερίζονται τη χαρά παρά τη θλίψη», γι’ αυτό όσοι προέρχονται από ένα κατώτερο επίπεδο, αισθάνονται ιδιαίτερη συμπάθεια για τους πλούσιους. «Τον άνθρωπο που έχει κάποιο επίπεδο και έχει διακριθεί τον παρακολουθεί όλος ο κόσμος». Έτσι, οι φτωχοί επιδιώκουν την αύξηση του πλούτου τους και την απόκτηση αρετών – όπως σύνεση, γενναιοψυχία και ειλικρίνεια – διότι μ’ αυτές τις ποιότητες θα αποκτήσουν το θαυμασμό της κοινωνίας. Έτσι, το ατομικό συμφέρον το επιδιώκουμε όχι τόσο για τη συσσώρευση πλούτου καθ’ εαυτή, όσο διότι η αύξηση του πλούτου έχει ως αποτέλεσμα την ικανοποίηση της επιθυμίας μας για εκτίμηση και θαυμασμό. Βλέπουμε λοιπόν, στο μεν ΠΤΕ να προωθείται μια υλιστική ερμηνεία, στο δε ΘΗΑ μια συναισθηματική ερμηνεία.

Αν όμως η απόκτηση του πλούτου εμφανίζεται απόλυτα δικαιωμένη στο ΠΤΕ, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το ίδιο συμβαίνει στο ΘΗΑ. Σε κάποιο σημείο ο Σμιθ υποστηρίζει ότι τα άτομα βρίσκονται μπροστά σε δύο διαφορετικά μονοπάτια, τα όποια όμως οδηγούν και τα δύο στην πραγματοποίηση των «μεγάλων ανπκειμενικών σκοπών – της φιλοδοξίας και της άμιλλας». Το ένα είναι η σπουδή της σοφίας και της αρετής, ενώ το άλλο η απόκτηση του πλούτου και του μεγαλείου. Και καταλήγει ο Σμιθ πως μολονότι ο πρώτος δρόμος «είναι σωστότερος και εξαιρετικά ωραίος», οι άνθρωποι έχουν την τάση να επιλέγουν τον δεύτερο.

Ο Σμιθ δεν δίνει μια συγκεκριμένη εξήγηση γι’ αυτή την επιλογή προτιμάει να την θεωρεί ως ένα ανεξήγητο μέρος της ανθρώπινης φύσης που οδηγεί «στη φθορά των ηθικών αισθημάτων μας». Εξακολουθεί, ωστόσο, να’ ναι φανερό πως ενώ η απόκτηση πλούτου παρουσιάζεται στο ΠΤΕ ως η προτεινόμενη μέθοδος για την προώθηση του ατομικού συμφέροντος, στο ΘΗΑ θεωρείται περισσότερο ως μία εναλλακτική λύση η οποία, μολονότι οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα, (δηλ. στην ικανοποίηση του ατομικού συμφέροντος), δεν θα πρέπει να θεωρείται το καλλίτερο μονοπάτι που πρέπει ν’ ακολουθήσει κανείς για να επιτύχει το στόχο του.

Και τώρα τίθεται το ερώτημα: ποιες είναι οι κοινωνικές συνέπειες των δύο αυτών διαφορετικών ερμηνειών των αιτίων που βρίσκονται πίσω από την επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος.

Στο ΠΤΕ, ο Σμιθ αναγνωρίζει ότι: «για ν’ ανθήσει μια κοινωνία είναι απαραίτητη η βοήθεια και η συνεργασία χιλιάδων ανθρώπων». Ασφαλώς «δεν οφείλουμε το δείπνο μας στην καλοσύνη του χασάπη, αλλά στη μέριμνα του για το ατομικό του συμφέρον». Μ’ αυτή την παρατήρηση ο Σμιθ υπαινίσσεται ότι ένας απαραίτητος βαθμός κοινωνικής πειθαρχίας είναι ζωτική προϋπόθεση για την επιτυχή προώθηση του ατομικού συμφέροντος. Έτσι, γίνεται δυνατή η ύπαρξη κοινωνίας μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων που δεν συνδέονται με κανένα δεσμό συμπάθειας. Εφόσον κυριαρχεί το αίσθημα κοινωνικής πειθαρχίας το ατομικό συμφέρον είναι ακίνδυνο. Η κοινωνική ομαλότητα όπως παρουσιαζεται στό ΠΤΕ, διαταράσσεται υπερβολικά από τα ταξικά συμφέροντα: «Όπου υπάρχει μεγάλη ιδιοκτησία, υπάρχει μεγάλη ανισότητα». Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητη η ύπαρξη της κυβέρνησης, όχι μόνο για την άσκηση της δικαιοσύνης και την κατασκευή δημοσίων έργων, αλλά και για να προστατεύει την ιδιοκτησία των πλουσίων από την βουλιμία των φτωχών («… ώστε να μπορούν και οι πλούσιοι να κοιμούνται μια νύχτα ασφαλείς».)

Έτσι, ως ένα βαθμό, στο ΠΤΕ η κυβέρνηση εξυπηρετεί, διότι θέτει το πλαίσιο για την παροχή της απαραίτητης ομαλότητας, έτσι ώστε να μπορεί το ατομικό συμφέρον ν’ αναπτυχθεί και συνεπώς να προωθηθούν τα χρηστά ήθη της κοινωνίας. Στο ΘΗΑ δεν φαίνεται να’ ναι ακριβώς έτσι: «Όλα τα μέλη της κοινωνίας έχουν ανάγκη το ένα του αλλού». Στο ΘΗΑ, το κάθε άτομο καταλαβαίνει (όπως και στο ΠΤΕ) ότι τα συμφέροντα του συνδέονται με την ευημερία της κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά, είναι προφανές ότι η μορφή της ηθικής και τα βασικά συστατικά της (σωφροσύνη, γενναιοδωρία και ειλικρίνεια) όπως παρουσιάζονται στο ΘΗΑ, αποκτώνται όχι λόγω της καλοσύνης και της εναρετης φύσης per se, αλλά διότι προωθούν το ατομικό συμφέρον μέσα από την επιδίωξη του κοινωνικού θαυμασμού. Η ύπαρξη του αμερόληπτου θεατή εγγυάται ότι οι θεμελιώδεις νόμοι της ηθικής θα πραγματοποιηθούν μέσα στην κοινωνία τού ΘΗΑ. Από μια άποψη, ο ρόλος του αμερόληπτου θεατή φαίνεται να μοιάζει με το ρόλο της κυβέρνησης στο ΠΤΕ. Και οι δυο λειτουργούν σαν ένας μηχανισμός για τη διατήρηση της ομαλότητας• στο πρώτο, με την τοποθέτηση ηθικών προτύπων που χρειάζεται να’ναι σεβαστά από το άτομο ώστε να θαυμάζεται από τους συμπολίτες του- στο δεύτερο, με τη χρησιμοποίηση της δικαιοσύνης ώστε να εξασφαλισθεί η ομαλότητα, διότι διαφορετικά η κατάσταση θα’ταν χαώδης, (αυτό δεν σημαίνει ότι και στο ΘΗΑ η δικαιοσύνη δεν θεωρείται επίσης μια σημαντική κυβερνητική λειτουργία).

Τελειώνοντας θα’θελα να επισημάνω μια βασική ομοιότητα ανάμεσα στα δύο κείμενα: τόσο στο ΠΤΕ όσο και στο ΘΗΑ, τα άτομα εμφανίζονται να προωθούν ακούσια τα χρηστά ήθη της κοινωνίας μέσα από την επιδίωξη τού ατομικού τους συμφέροντος. Ο μηχανισμός αυτός των ακούσιων συνεπειών εκφράζεται κατά τον καλύτερο τρόπο στα λόγια του Σμιθ: «Επιδιώκοντας το ατομικό του συμφέρον, το άτομο προωθεί συχνά το συμφέρον της κοινωνίας αποτελεσματικότερα, παρά αν είχε πράγματι την πρόθεση να το προωθήσει». Οι μηχανισμοί μέσω των όποιων μετασχηματίζονται αυτές οι ατομικές τασεις σ’ ένα ορισμένο κοινωνικό σύστημα διαφέρουν πολύ, όπως ελπίζω έδειξα, από το ένα έργο στο άλλο. Ωστόσο, και στα δύο έργα «οι ακούσιες αυθόρμητες ενέργειες» προωθούν ένα κοινωνικό σύστημα που περιλαμβάνει την ομαλότητα, την αρμονία και τη σταθερότητα. Έτσι, αναπτύσσοντας τις θεωρίες αυτές, ο Σμιθ υπήρξε ο πρώτος κοινωνικός επιστήμονας της νεότερης Ιστορίας που συζήτησε λεπτομερώς τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά ενός περίπλοκου κόσμου, τα όποια απομόνωσε για ν’ ανακαλύψει μέσα τους τις αόρατες αλυσίδες που κρατούν ενωμένα τα ασυντόνιστα στοιχεία και συνεπώς εμπεδώνουν την ομαλότητα ενός συστήματος, το όποιο διαφορετικά θα βυθιζόταν στην αναρχία.