Σε μια πρωτοφανή ενέργεια κρατικά υπογεγραμμένης πρόκλησης, το περιοδικό του αλβανικού υπουργείου Άμυνας («Gazeta Ushtria») ανάρτησε χάρτη που εμφανίζει ελληνικές περιοχές (Κέρκυρα, Πρέβεζα, Ιωάννινα, Άρτα, Γρεβενά) ως κομμάτια της «Μεγάλης Αλβανίας»! Ούτε ακραίες εθνικιστικές ομάδες ούτε περιθωριακοί κύκλοι. Το ίδιο το υπουργείο Αμυνας υιοθετεί και δημοσιοποιεί προκλητικό αλυτρωτικό υλικό!
Η πρόκληση αυτή, ένας «επίσημος αλυτρωτισμός», δεν είναι μεμονωμένο επεισόδιο. Εντάσσεται σε έναν διαρκή, ανιστόρητο αναθεωρητισμό που υποθάλπεται από τη στενή στρατηγική σχέση Αλβανίας-Τουρκίας.
Η κυβέρνηση Ράμα
- έχει υπογράψει διμερείς αμυντικές συμφωνίες με την Αγκυρα,
- έχει παραλάβει τουρκικό στρατιωτικό εξοπλισμό,
- εκπαιδεύει στελέχη των ενόπλων δυνάμεών της σε τουρκικές στρατιωτικές σχολές, ενώ τουρκικές εταιρείες συμμετέχουν σε έργα υποδομής και επιτήρησης εθνικής ασφάλειας.
Ο Ερντογάν έχει άλλωστε επενδύσει πολιτικά στον Ράμα, αντιμετωπίζοντάς τον ως προγεφύρωμα του νεοοθωμανισμού στα Βαλκάνια.
Παράλληλα με την προβολή αλυτρωτικών θέσεων, ο Ράμα εφαρμόζει μια ύπουλη στρατηγική συρρίκνωσης της ελληνικής μειονότητας στη Βόρεια Ήπειρο.
Με μέτρα όπως
- η αφαίρεση περιουσιών μέσω αδιαφανών κτηματολογικών διαδικασιών,
- η πρόκληση δημογραφικής αλλοίωσης,
- η παρεμπόδιση της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και
- η καταστολή πολιτιστικών και θρησκευτικών ελευθεριών, ο πρωθυπουργός της Αλβανίας επιχειρεί τη σταδιακή αποεθνοποίηση της μειονότητας.
Η δολοφονία του Κωνσταντίνου Κατσίφα το 2018 και η ακραία καταστολή της ελληνικής αντίδρασης τότε παραμένουν ανοιχτή πληγή. Η μειονότητα δεν προστατεύεται, ούτε θεσμικά ούτε πρακτικά, με το αλβανικό κράτος να αθετεί συστηματικά τις διεθνείς του δεσμεύσεις.
Στο ίδιο βόρειο μέτωπο και η κυβέρνηση των Σκοπίων εμφανίζει ολοένα και εντονότερη αλυτρωτική πολιτική. Από τη δημοσίως δηλωμένη άρνηση της προέδρου Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα να χρησιμοποιήσει το όνομα «Βόρεια Μακεδονία», μέχρι τις ανοιχτές συζητήσεις για επαναδιαπραγμάτευση ή ακόμη και μονομερή ανατροπή της Συμφωνίας των Πρεσπών, η νέα ηγεσία της χώρας θέτει υπό αμφισβήτηση το ίδιο το ευρωατλαντικό της πλαίσιο.
Και εδώ, η Τουρκία διαδραματίζει στρατηγικό ρόλο. Η στρατιωτική συνεργασία Άγκυρας και Σκοπίων είναι διαρκώς ενισχυόμενη, ενώ η πολιτική ρητορική της κυβέρνησης του Χρίστιαν Μίτσκοσκι κινείται σε γραμμή προσέγγισης με τον Ερντογάν, με κοινά συμφέροντα στον χώρο των μυστικών υπηρεσιών, της καταστολής μειονοτικών και της αντιδυτικής ρητορικής.
Η εικόνα που διαμορφώνεται στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας είναι επικίνδυνη και σαφής:
- Δύο εθνικιστικά καθεστώτα (Αλβανίας και Σκοπίων) προωθούν αλυτρωτικές ατζέντες.
- Και τα δύο τελούν υπό τη γεωστρατηγική κηδεμονία της Τουρκίας που επιχειρεί να μετατρέψει τα Βαλκάνια σε ζώνη επιρροής τύπου «νέας οθωμανικής εγγύτητας».
- Η ελληνική μειονότητα στη Βόρεια Ηπειρο απειλείται σιωπηλά με εξαφάνιση, δίχως η διεθνής κοινότητα να ασκεί καμία ουσιαστική πίεση.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να αντιμετωπίζει την κατάσταση ως «μείζον επεισόδιο δημοσίων σχέσεων». Ο Ράμα και η σκοπιανή ηγεσία δεν είναι ανεξάρτητες μονάδες εθνικισμού, αλλά υποστηρικτικοί δορυφόροι της Αγκυρας. Η απουσία ευρωπαϊκής πίεσης και η ανοχή από νατοϊκούς μηχανισμούς ενισχύει το θράσος των αλυτρωτικών κρατών.
Η Αθήνα οφείλει
- να αναδείξει διεθνώς την ενορχήστρωση των προκλήσεων,
- να ενεργοποιήσει μηχανισμούς κυρώσεων και αναστολής συνεργασιών,
- να θέσει ευθέως στην ΕΕ το ζήτημα της τουρκικής «εργολαβίας» στα Βαλκάνια.
Η εθνική κυριαρχία δεν προστατεύεται με «ήπια φρασεολογία» αλλά με αποφασιστική, στοχευμένη πολιτική. Γιατί όταν στους χάρτες των γειτόνων μας περιοχές της πατρίδας μας «εξαφανίζονται», το ερώτημα είναι πόσο σκληρά και έντονα θα απαντήσουμε!