Με τον δικό του ιδιόρρυθμο, αλλά ειλικρινή και ξεκάθαρο τρόπο, ο γνωστός ερμηνευτής και μουσικοσυνθέτης, Γιώργος Νταλάρας, θέτει ασυμβίβαστο μεταξύ μουσικής, ως πολιτιστικού δρώμενου, και των νυχτερινών κέντρων διασκέδασης.

«Από πολύ μικρός έκανα προσπάθεια να πω το εξής. Ακούστε, υπάρχει μια παράδοση στη χώρα μας να βγαίνει ο κόσμος τις νύχτες, να γίνεται λιάρδα, που λέμε, από το ποτό και να πηγαίνει το πρωί στη δουλειά του. Ποιος να πάει στη δουλειά του το πρωί, όταν φεύγουν στις επτά από τα μαγαζιά; Να κάνουν τι; Τι είδους προσφορά στον πολιτισμό είναι αυτό; Τι είδους αισθητική θα έχει αυτό το πράγμα;» ανέφερε ο Γιώργος Νταλάρας, σε συνέντευξή του στην εκπομπή Start της ΕΡΤ, με τη Λένα Αρώνη.

Ο ερμηνευτής, που για μισό αιώνα κυριαρχεί στην ελληνική μουσική βιομηχανία, σε παλιότερη συνέντευξή του είχε εξηγήσει γιατί πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τα νυχτερινά κέντρα: «Με ενοχλεί να βλέπουμε το τραγούδι σαν μια διαδικασία προχειρότητας, γι’ αυτό δεν δουλεύω σε αυτές τις νυχτερινές απολαύσεις».

Ενοχλητική προχειρότητα

Σε νεαρή ηλικία, όταν η φωτεινή μαρκίζα και στη συνέχεια η πίστα με τον πακτωλό χρημάτων αιχμαλώτιζε τις φιλοδοξίες των καλλιτεχνών, ο Γιώργος Νταλάρας διαχώρισε τη θέση του. Εγκατέλειψε τα μαγαζιά της νύχτας για να κάνει… μουσική. «Αυτό το ξεχωριστό που εσείς ενδεχομένως βλέπετε είναι τα τραγούδια κι η ελληνική μουσική. Η αξία της. Το τραγούδι δεν είναι τρία λεπτά εκτόνωσης. Αρα, το να το βλέπουμε σαν μια διαδικασία προχειρότητας, εμένα με ενοχλεί. Γι’ αυτό βλέπετε ότι δεν δουλεύω σε αυτές τις νυχτερινές απολαύσεις εδώ και πολλά χρόνια. Κι επειδή είμαι πενήντα τόσα χρόνια στον χώρο. Πολύ μικρός, 23 χρονών, όταν άλλοι ξεκινούν την καριέρα τους, εγώ είπα “όχι, θα φύγω από αυτούς τους χώρους και θα προσπαθήσω να κάνω κάτι για τη μουσική”», έχει πει ο ίδιος.

Στην πρόσφατη συνέντευξή του στην ΕΡΤ διερωτάται με νόημα, απευθυνόμενος στο πλήθος των ερμηνευτών – κυρίως του έντεχνου τραγουδιού που φλερτάρουν και με την ποιότητα αλλά και με τη νυχτερινή πίστα: «Είδατε ποτέ τον Μίκη Θεοδωράκη ή τον Μάνο Χατζιδάκι να πάει σε ένα νυχτερινό κέντρο και να δουλεύει μέχρι τις εξίμισι το πρωί; Πώς τα παντρεύετε αυτά; Και αυτό τώρα πάει σπόντα, εσείς, μεγάλοι και σπουδαίοι, που κάνετε όλα αυτά, χτίσατε αυτοκρατορίες με τα τραγούδια που κάνατε, πώς είναι δυνατόν στην ίδια εβδομάδα να βγάζετε με υπερηφάνεια τον δίσκο του Θεοδωράκη και τον δίσκο της Στραπατσούλας Παναγιώτας; Πού είναι η αισθητική; Και μετά γιατί θέλετε να σας αποθεώσουν ότι κάνατε πολιτιστικό έργο, ποιο είναι το πολιτιστικό έργο όταν το μισό από αυτό που κάνατε μυρίζει νύχτα;».

Ο Γιώργος Νταλάρας στηλιτεύει συμπεριφορές και επιλογές και όχι ικανότητες και ταλέντα του καλλιτέχνη, ενώ αιτιολογεί και για ποιους λόγους υπάρχει αδυναμία ώσμωσης, μεταξύ καλλιτεχνών διαφορετικών χρονικών περιόδων και μουσικού είδους. «Μιλάω με τους πάντες, αλλά πρέπει να μπορεί και ο άλλος να δεις ότι καταλαβαίνει. Καταρχήν υπάρχουν εκπληκτικοί τραγουδιστές, λαϊκοί αυτού του είδους της νύχτας, φωνές καταπληκτικές. Μακάρι να είχα και εγώ τις δυνατότητές τους. Είναι εκπληκτικοί τραγουδιστές. Δεν μπορώ να συνεργαστώ. Κάποιες φορές ζήτησα από κάποιους ανθρώπους να κάνουμε κάτι και ανακαλύπτω ότι αυτοί οι άνθρωποι και παράξενα συμπεριφέρονται και είναι και μυστήριοι, έχουν παράξενες απόψεις για τη ζωή, τη δημοκρατία, την ελευθερία. Περίεργα πράγματα», τόνισε ο Γιώργος Νταλάρας.

Για τον σπουδαίο ερμηνευτή η ουσία βρίσκεται στην κατανόηση της ευθύνης που φέρει κάθε καλλιτέχνης απέναντι στο κοινό, τους νέους καλλιτέχνες και την κοινωνία. Αν χρησιμοποιήσουμε και όρους οικονομίας, ένας ακόμη μετρήσιμος δείκτης είναι και η επένδυση στη μουσική βιομηχανία.

Στο τελευταίο του άλμπουμ, που δημιουργήθηκε με… παραδοσιακές συνταγές, όταν ένας συνθέτης και ένας στιχουργός υπέγραφαν όλα τα τραγούδια της δουλειάς, ο διακεκριμένος στιχουργός, Νίκος Μωραΐτης, και ο νέος, ελπιδοφόρος συνθέτης, Νίκος Μερτζάνος, έγραψαν και τα δέκα τραγούδια. Μεταξύ των τραγουδιών τέσσερα αξιοσημείωτα ντουέτα με τους Ελένη Βιτάλη, Ελεωνόρα Ζουγανέλη, Γιάννη Κότσιρα και Χρήστο Μάστορα. Ο τίτλος του άλμπουμ «Κάτι Ελλάδες» που ζούνε σαν θηρία, αλλά είναι πάντα έτοιμες να γράψουν ιστορία, ίσως και να περιλαμβάνει στοιχεία μιας άτυπης αυτοβιογραφίας του Νταλάρα.

Η περίπτωση Καζαντζίδη

Ένα άλλο μεγάλο όνομα στις νυχτερινές πίστες της εποχής του, ο Στέλιος Καζαντζίδης, τις εγκατέλειψε οριστικά το 1965. Ασυμβίβαστος απέναντι στους ανθρώπους της νύχτας, οι οποίοι του ζητούσαν ποσοστά για προστασία, δεν δίσταζε να αντιπαρατεθεί μαζί τους. Σε μία από αυτές τις περιπτώσεις ο τραγουδιστής βρέθηκε μπροστά σε μια χειροβομβίδα. Ο εκβιαστής την απασφάλισε και του είπε: «… απόψε τελειώνεις… γιατί όχι στο μαγαζί μου και πας στου τάδε;». Τότε ο Καζαντζίδης έκλεισε οριστικά τις πόρτες στα νυχτερινά μαγαζιά και επέλεξε τις συναυλίες κυρίως στο εξωτερικό.