To ερώτημα είναι απλό: θέλουν ή δεν θέλουν να πάει η υπόθεση του Χρήστου Τριαντόπουλου στον φυσικό δικαστή όπως οι ίδιοι ζητούσαν;
Και, επίσης, θέλουν ή δεν θέλουν να αλλάξει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών όπως διατρανώνουν;
Ο λόγος για τα κόμματα της αντιπολίτευσης που, αιφνιδιασμένα από το αίτημα του πρώην υφυπουργού, εμφανίζονται να θέτουν ακόμη και θέμα αντισυνταγματικότητας ή να απειλούν, εμμέσως, πως θα κληθούν οι βουλευτές της ΝΔ να απολογηθούν για κατάχρηση εξουσίας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στην ομιλία του στην προ ημερησίας συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών –που διεκόπη προκειμένου να στηθεί το σκηνικό της πρότασης δυσπιστίας που τελικά καταψηφίσθηκε–, είχε αναφέρει επί λέξει: «Εγώ είμαι έτοιμος να θέσω προς αναθεώρηση το άρθρο 86 του συντάγματος για την ποινική μεταχείριση των υπουργών. Αν θέλουμε να γεφυρώσουμε σχέσεις εμπιστοσύνης, θα πρέπει να μη δίνουμε την εντύπωση ότι το πολιτικό σύστημα έχει τη δυνατότητα να προστατεύει πολιτικούς από την εκάστοτε πλειοψηφία».
Η κίνηση του Χρήστου Τριαντόπουλου ουσιαστικά ανοίγει τον δρόμο ώστε να κλείσει αυτό το κεφάλαιο, με τις απαραίτητες φυσικά δικλίδες ασφαλείας. Η συνταγματική αναθεώρηση είναι ευκαιρία. Και για να δοθεί απάντηση στους επικριτές, αλλά και για να πέσουν οι μάσκες όσων εργαλειοποιούν αυτήν τη συνταγματική διάταξη προκειμένου να εκθέσουν πολιτικούς αντίπαλους.
Εκτός και αν δεν θέλουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που κραδαίνουν τη ρομφαία της κάθαρσης μόνο όποτε τα βολεύει και ξαφνικά ανακαλύπτουν αντισυνταγματικότητα σε διαδικασίες που τα ίδια έχουν προτείνει, όπως στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ζητούσε παραπομπή στον φυσικό δικαστή μέσα από την ίδια διαδικασία που ζητά ο πρώην υφυπουργός.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος, τον οποίο επικαλείται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μιλώντας χθες στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, χαρακτήρισε τη δήλωση Τριαντόπουλου ως «θετική εξέλιξη» διότι δικαστικοποιεί επιτέλους τη διαδικασία για αναζήτηση υπουργικών ευθυνών για τη δίωξη υπουργικών αδικημάτων» προσθέτοντας μάλιστα πως «οι συγγενείς των θυμάτων περιμένουν κάθαρση, απόδοση ευθυνών και δεν νομίζω ότι αυτό το αίτημα, το αυτονόητο, μπορεί να ικανοποιηθεί διαφορετικά, από το να πάνε το ταχύτερο οι υποθέσεις στη Δικαιοσύνη».
Και είναι αλήθεια ότι αν ικανοποιηθεί το αίτημα Τριαντόπουλου, τότε ο χρόνος μειώνεται κατά τρεις περίπου μήνες, αφού τόσο θα διαρκούσε η Προανακριτική για να καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα, στην παραπομπή στο Δικαστικό Συμβούλιο για τις περιπτώσεις που αφορούν υπουργούς.
Βέβαια, το θέμα δεν είναι απλό για τα κόμματα της αντιπολίτευσης που είχαν, όπως φαίνεται, επενδύσει στην παρουσία τους στην Προανακριτική προκειμένου να αποκομίσουν επικοινωνιακά οφέλη.
Είχαν έτοιμα τα πορίσματά τους και ήθελαν να αξιοποιήσουν τη διαδικασία με στόχο τη φθορά της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού. Αυτό χάλασε η πρωτοφανής, είναι αλήθεια, κίνηση του Χρήστου Τριαντόπουλου. Πρωτοφανής για τα δεδομένα της πολιτικής ζωής και όχι αντισυνταγματική, όπως επιχειρείται να χαρακτηριστεί από την αντιπολίτευση.
Χαλάει τη… σούπα. Ανακατεύει το σκηνικό. Όπως και η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να αλλάξει τα δεδομένα μέσα από την αναθεώρηση του άρθρου 86. Μια κίνηση που θα προχωρήσει, όπως και το κυβερνητικό πρόγραμμα με γνώμονα το 2027 και τη λήξη της θητείας της κυβέρνησής του, κόντρα σε όσους εκτιμούν πως θα καταστεί εφικτή η πολιτική αποσταθεροποίηση.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».