Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει αυτές τις μέρες στους δρόμους. Χιλιάδες ταξιδιώτες εγκλωβίζονται εν μέσω εορταστικής περιόδου, επιχειρήσεις βλέπουν τζίρους να χάνονται και εργαζόμενοι προσπαθούν να φτάσουν στη δουλειά τους με το ρολόι στο χέρι. Κι όμως, για ένα κομμάτι της αντιπολίτευσης, το πρόβλημα δεν είναι η πραγματική ταλαιπωρία, αλλά… η κυβέρνηση που δήθεν «ενεργοποιεί κοινωνικό αυτοματισμό».

Ο όρος χρησιμοποιείται σχεδόν μηχανικά, σαν πολιτικό ξόρκι. Κάθε αναφορά στις συνέπειες των μπλόκων βαφτίζεται επικοινωνιακή μεθόδευση. Λες και η κλειστή εθνική οδός είναι αφήγημα. Λες και η ζημιά σε τουρισμό, μεταφορές και μικρές επιχειρήσεις είναι κυβερνητική επινόηση. Η αντιπολίτευση δεν υπερασπίζεται απλώς τους αγρότες· προσπαθεί να ενοχοποιήσει όποιον τολμά να πει το αυτονόητο: ότι η κοινωνία πληρώνει το κόστος.

Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι ο αγροτικός κόσμος συνολικά. Είναι συγκεκριμένοι εργατοπατέρες, με γνωστές πολιτικές αναφορές στον χώρο της Αριστεράς, που αντιμετωπίζουν τα μπλόκα ως μοχλό πίεσης και όχι ως έσχατο μέσο διεκδίκησης. Αγνοούν επιδεικτικά μια σημαντική μερίδα αγροτών που ζητά διάλογο, λύσεις και θεσμική οδό. Γιατί ο διάλογος δεν παράγει εικόνες σύγκρουσης, ούτε βολεύει μικροκομματικούς σχεδιασμούς.

Και κάπου εδώ αρχίζει και ο σαρκασμός. Πριν καν γίνει συνάντηση με την κυβέρνηση, έχουν ήδη ικανοποιηθεί δεκάδες αιτήματα. Παρ’ όλα αυτά, παρουσιάζεται η εικόνα μιας αδιάλλακτης εξουσίας. Όσο για τα αιτήματα που δεν μπορούν να γίνουν δεκτά λόγω ευρωπαϊκής νομοθεσίας; Εκεί η πραγματικότητα θεωρείται λεπτομέρεια. Σαν να αρκεί μια καταγγελία για να καταργηθεί η ΚΑΠ ή να παρακαμφθούν οι δημοσιονομικοί κανόνες με ένα μπλόκο παραπάνω.

Η κυβέρνηση δεν δαιμονοποιεί τους αγρότες. Ούτε τους αγνοεί. Επιμένει, όμως, ότι η διαμαρτυρία δεν μπορεί να μετατρέπεται σε συλλογική τιμωρία της κοινωνίας. Κι αυτή η θέση δεν είναι κοινωνικός αυτοματισμός. Είναι στοιχειώδης ευθύνη.

Η κρίση μπορεί να λυθεί. Όχι με συνθήματα και αποκλεισμούς, αλλά με διάλογο, ρεαλισμό και σεβασμό σε όλους. Οι περισσότεροι αγρότες το γνωρίζουν. Το ερώτημα είναι αν το αποδέχονται και όσοι μιλούν εξ ονόματός τους.