Οι κορώνες του Τούρκου προέδρου στοχεύουν μόνο σε έναν επιτυχημένο προεκλογικό αγώνα.
Γράφει ο Χάρης Παυλίδης
Την ίδια ώρα που ο δυτικός κόσμος ταλανίζεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Τουρκία του Ερντογάν στοχοποιεί την Ευρωατλαντική Συμμαχία θέλοντας να δείξει –αλλά και να αποδείξει– ότι η χώρα του ξέρει να διαχειρίζεται διεθνείς κρίσεις. Και επιπλέον ότι ο ίδιος είχε εγκαίρως προειδοποιήσει τη διεθνή κοινότητα για την όξυνση στη σχέση της Μόσχας με τη Δύση.
«Ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από πέντε», συνηθίζει να δηλώνει με κάθε ευκαιρία ο Ερντογάν, βάλλοντας κατά των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Για τον πρόεδρο της Τουρκίας, το μήνυμα του πολέμου στην Ουκρανία είναι εύγλωττο: «Το σύστημα που δημιούργησε η Δύση για να εγγυηθεί τη δική της ασφάλεια και ευημερία καταρρέει». Πολύ σκληρά λόγια, που διόλου τυχαία αναμεταδόθηκαν από το κρατικό ρωσικό πρακτορείο Tass.
Οι δηλώσεις του Τούρκου προέδρου έχουν διπλή ανάγνωση. Στο εσωτερικό ο Ερντογάν γνωρίζει ότι πρέπει να φτάσει στις επόμενες εκλογές του 2023 προσπαθώντας να αποφύγει την κατάρρευση. Οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν μια σταδιακή πτώση της δημοφιλίας του λόγω της οικονομικής κατάστασης. Και προκειμένου να περιορίσει τη ζημιά καταφεύγει σε εξωτερική πολιτική που βασίζεται σε μία σταθερή: την εθνική (εθνικιστική) ομοψυχία.
Γιατί τον «διαβάζουμε» λάθος
Το λάθος που κάνουμε στην Ελλάδα, αλλά και στη Δύση, είναι ότι ερμηνεύουμε τις κινήσεις του Ερντογάν αγνοώντας την ετερότητα που διακρίνει την Τουρκία από τη δυτική σκέψη. Παραβλέπουμε εν προκειμένω ότι η «μοναδικότητα» της συνύπαρξης εθνικιστών, νεο-Οθωμανών, κοσμικών κεμαλιστών, συντηρητικών, μετριοπαθών, όλων εν γένει των ετερόκλητων στοιχείων, αποτελεί τη βάση επί της οποίας δομείται η εξωτερική πολιτική. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό των ρωσικών S-400, που αγοράστηκαν αλλά δεν ενεργοποιήθηκαν από την Αγκυρα. Αγορά που εξόργισε δημόσια τις ΗΠΑ, σε σημείο να διακόψουν τη συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35.
Σε όλα αυτά προστίθεται μια εξαιρετικά ετερογενής εξωτερική πολιτική, η οποία στέλνει τον τουρκικό στρατό στη Λιβύη, στον Καύκασο και στη Συρία, βλέπει τις σχέσεις με τη Μόσχα να εδραιώνονται, κλιμακώνει την ένταση με την Ελλάδα και έχει ως στόχευση την οικοδόμηση ενός δικτύου στρατηγικών συμφερόντων σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Κι αυτό η Τουρκία το κάνει εκμεταλλευόμενη τις ανάγκες της Συμμαχίας, μερικές φορές ακόμη και υπονομεύοντας την ατζέντα των δυτικών δυνάμεων.
«Κάλπικος» αναθεωρητισμός
Οπως γίνεται αντιληπτό, η πολιτική αναβίωση της διπλωματίας της «Υψηλής Πύλης» από τον Ερντογάν συνιστά προσπάθεια αναθεωρητισμού γιατί έχει όλα τα χαρακτηριστικά, αλλά προς το παρόν τουλάχιστον η επιμονή στην προσπάθεια θα κριθεί από τα ανταλλάγματα – και, σε ένα βαθμό, από την «προθυμία» που θα επιδείξουν οι «συνομιλητές» του να ενισχύσουν τον προεκλογικό αγώνα του.
Εναντι ανταλλαγμάτων
Ωστόσο, δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθεί η Τουρκία εκτός ΝΑΤΟ, και αυτό για έναν απλό αλλά εξαιρετικά περίπλοκο λόγο: η Ουάσιγκτον δεν μπορεί χωρίς την Αγκυρα, τουλάχιστον από στρατιωτική άποψη. Και αυτό επιβεβαιώθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεδομένου ότι η Μαύρη Θάλασσα, ο έλεγχος του Βοσπόρου και το εμπόριο στη Μέση Ανατολή είναι όλα τα θέματα στα οποία η Τουρκία μπορεί να έχει το παιχνίδι στα χέρια της. Αλλωστε, το «όχι» του Ερντογάν στην αίτηση ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας ήταν αρκετό για να καταστήσει σαφές ο Ερντογάν ότι κανείς δεν μπορεί να κάνει την «Υψηλή Πύλη» να αλλάξει γνώμη χωρίς να δώσει κάτι σε αντάλλαγμα.
Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές ότι τα περίπλοκα συμφέροντα εντός του ΝΑΤΟ αξιοποιούνται στο έπακρο από τον Τούρκο πρόεδρο, και αυτό είναι που δίνει την αίσθηση στην ελληνική κοινή γνώμη και αλλού πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, ακόμα και όταν αυτό «που θέλει» είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με τα συμφέροντα της Συμμαχίας. Απόδειξη ότι η Αγκυρα συνεργάζεται με πολλές ευρωπαϊκές και μεσογειακές χώρες και με την ίδια τη Ρωσία.
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Τo Μanifesto”