Στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», στο φύλλο της Κυριακής 22 Ιανουαρίου δημοσιεύθηκε σχόλιο του Ψυχίατρου, Διδάκτορος του Πανεπιστημίου Αθηνών, Προέδρου του ΔΣ του ΚΕΘΕΑ και μέλους της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας, Χρίστου Λιάπη, σχετικά με την επικίνδυνη καταφυγή σε ηρεμιστικά και αντικαταθλιπτικά φαρμακευτικά σκευάσματα, στους καιρούς της Πανδημίας, η οποία άφησε έντονο, επιβαρυντικό, αποτύπωμα στην ψυχική υγεία των πολιτών, πυροδοτώντας -όμως- και άλλα μείζονα προβλήματα για τη Δημόσια Υγεία, όπως η συχνά παράνομη υπερσυνταγογράφηση των εθιστικών ηρεμιστικών χαπιών και η ανεξέλεγκτη χορήγηση άλλων ψυχιατρικών, κυρίως αντικαταθλιπτικών, φαρμάκων τα οποία δίδονται από τα φαρμακεία ακόμη και χωρίς τη σχετική, ηλεκτρονική, συνταγογράφηση.
«Το αντιδεοντολογικό γίνεται παράνομο», λέει ο ψυχίατρος Χρίστος Λιάπης. «Οι βενζοδιαζεπίνες είναι “πυροσβεστικά” φάρματα. Κανονικά, η χρήση τους πρέπει να γίνεται μέχρι 20 ημέρες, στην περίπτωση που στη ζωή του ασθενούς έχει συμβεί κάτι οξύ, όπως ένας θάνατος συγγενούς. Αυτά τα φάρμακα φέρνουν στην αρχή ηρεμία, αλλά η μακροχρόνια λήψη επιτείνει και τον πυρήνα θλίψης και στενοχώριας που έστρεψε τον ασθενή προς αυτά» εξηγεί ο ίδιος. Στα ηρεμιστικά και τα αντικαταθλιπτικά, μεγάλη σημασία έχει ο τρόπος λήψης. «Πολλές φορές οι ασθενείς καταναλώνουν συνδυαστικά ηρεμιστικά και αλκοόλ, ένας συνδυασμός βλαβερός, αφού αμφότερα δρουν στους ίδιους υποδοχείς του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος. Τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να τα προμηθευθεί ο ασθενής οποιαδήποτε στιγμή από τον πάγκο του φαρμακείου, ακόμη και χωρίς ιατρική συνταγή.
Όπως λέει ο Χρίστος Λιάπης, «κανονικά είναι παράνομο να δίνονται ψυχιατρικά φάρμακα, όπως τα αντικαταθλιπτικά, χωρίς ιατρική συνταγή. Ωστόσο οι φαρμακοποιοί δεν κινδυνεύουν από έλεγχο, γιατί μπορεί να ισχυρισθεί πως η συνταγή ήταν χειρόγραφη και ο ασθενής έχει πληρώσει από την τσέπη του, άρα ο φαρμακοποιός δεν χρειάζεται κάποιον «δικό του» γιατρό για να του γράψει το σχετικό φαρμακευτικό σκεύασμα, όπως στην περίπτωση των ηρεμιστικών». Μάλιστα τον Μάρτιο του 2021 καταγράφηκε στην Ελλάδα η μεγαλύτερη κατανάλωση αντικαταθλιπτικών και ηρεμιστικών χαπιών, κάτι που έγινε εμφανές από τις αναλύσεις των λυμάτων.