Ο Τάιλερ Μπρουλέ, αρχισυντάκτης του περιοδικού «Monocle», μεγάλωσε στον Καναδά σε ένα σπίτι γεμάτο εφημερίδες. Οταν επισκεπτόταν Εσθονούς συγγενείς του από την πλευρά της μητέρας του, εκείνοι μαζεύονταν στον κήπο και εκείνος χάζευε γερμανικά περιοδικά που είχαν στα τραπεζάκια του καφέ.
«Το Der Spiegel ή το Stem ήταν βασική επιρροή για μένα γιατί μου έδειξαν ένα άλλο eiδos μέσου ενημέρωσησ», λέει στην «Καθημερινή» και την Ηλιάνα Μάγρα ο κ. Μπρουλέ.
Από τα 17 ήξερε πως ήθελε να γίνει δημοσιογράφος. Στα 21 του μετακόμισε στο Λονδίνο και δούλεψε, εκτός άλλων, για το BBC και το Sky News, πριν στραφεί στην έντυπη δημοσιογραφία. Το 1994 όμως, μία αποστολή στο Αφγανιστάν που παραλίγο να αποβεί μοιραία για τη ζωή του, συνετέλεσε ως καταλυτικός παράγοντας στην αλλαγή της πορείας της καριέρας του. Επεσε σε ενέδρα και πυροβολήθηκε δύο φορές – μία στον αριστερό δικέφαλο και μία στο δεξί του χέρι. «Θα πεθάνω;» ρώτησε έναν χειρουργό στο νοσοκομείο.
Εζησε αλλά έχασε τη δυνατότητα να κινεί το αριστερό του χέρι. Εμεινε σε νοσοκομείο στο Λονδίνο για ένα μήνα, έμαθε να γράφει με το δεξί και, μη θέλοντας να πάρει άλλα σωματικά ρίσκα, άρχισε να σκέφτεται με τι είδους δημοσιογραφία θα ασχοληθεί.
«Σκεφτόμουν διάφορα πράγματα που συνέβαιναν, όπως τη μετακίνηση στις διεθνείς πόλεις και την αναζωογόνησή τους, αλλά δεν ήξερα σε ποιο μέσο να απευθυνθώ για τη δημοσίευση τέτοιων άρθρων», λέει. Αποφάσισε να δημιουργήσει το δικό του περιοδικό και τον Σεπτέμβριο του 1996 εκδόθηκε το πρώτο τεύχος του «Wallpaper*», ενός περιοδικού για αρχιτεκτονική, design, lifestyle και πολιτισμό. Επειτα από περίπου 7 χρόνια στην αρχισυνταξία του, συνειδητοποίησε πως ήθελε να ασχοληθεί δημοσιογραφικά και με άλλους τομείς, όπως η πολιτική και οι επιχειρήσει.
Και εγένετο «Monocle», το περιοδικό που ίδρυσε το 2007, το οποίο επικεντρώνεται σε άρθρα διεθνούς πολιτικής, επιχειρηματικότητας, design, ταξιδιών και πολιτισμού.
«Δεν θέλαμε να είμαστε αυτοί που κυνηγούν κάθε “λαμπερό νέο αντικείμενο”», αναφέρει, λέγοντας πως έχουν υπάρξει πολύ προσεκτικοί σχετικά με το αν και πώς ακολουθούν τις αλλαγές στα ΜΜΕ. Μία πρόκληση που έχει δημιουργήσει το κυνήγι των «κλικ» στις αίθουσες σύνταξης διεθνώς είναι το πώς τα δεδομένα -πόσες φορές διαβάστηκε ένα άρθρο online, π.χ- επηρεάζουν τον τρόπο κάλυψης των ειδήσεων. «Θεωρώ πως αυτό είναι πολύ επικίνδυνο, δεν μπορείς να βασίζεσαι σε στατιστικές για να δικαιολογήσεις ότι θέλεις να καλύψεις ένα θέμα», σημειώνει. «Η επιτυχία ενός θέματος δεν έγκειται απαραίτητα στο πόσο ευρέως θα κοινοποιηθεί». Οταν η δημοσιογραφία άρχισε να παίρνει όλο και πιο ψηφιακή μορφή, και τα social media να παίζουν μεγαλύτερο ρόλο, το «Monocle» επέμεινε σθεναρά στην πρωταρχικά έντυπη μορφή, δημοσιεύοντας ελάχιστα «τυράκια» του κάθε τεύχους online πριν από την έκδοσή του, όπως το εκάστοτε εξώφυλλο.
Αυτή την εβδομάδα, εξώφυλλο του Δεκεμβρίου – Ιανουάριου κίνησε το ενδιαφέρον ειδικά στην Ελλάδα, καθώς η γαλανόλευκη κατέχει περίοπτη θέση δίπλα στον τίτλο «Υπερδυνάμεις ήπιας ισχύος». «Δείχνει τη δύναμη των έντυπων μέσων», λέει ο κ. Μπρουλέ σχετικά με την έξαψη περιέργειας που δημιούργησε. «Υπάρχει κάτι σε ένα εξώφυλλο περιοδικού που ακόμα ενθουσιάζει, εμπνέει, με έναν τρόπο που τα ψηφιακά μέσα ακόμα δεν μπορούν», δηλώνει. «Υπάρχει κάτι στο να βάζεις μελάνι σε μία σελίδα, αν ανοίξω την “Καθημερινή” ή τους Financial Times τα μάτια μου θα πέσουν με διαφορετικό τρόπο στη σελίδα σε σχέση με το να μου προτείνει άρθρα ένας αλγόριθμος ή να πρέπει να “σκρολάρω” ατελείωτα», τονίζει.
Και ενώ η Ελλάδα είναι στην κορυφαία δεκάδα αλλά δεν τερμάτισε πρώτη στη δημοσκόπηση Ηπιας Ισχύος του «Monocle» που δημοσιεύεται ετησίως εδώ και χρόνια, ο κ. Μπρουλέ λέει στην «Κ» πως είναι η πρώτη φορά που βλέπουν μία χώρα να εκτινάσσεται όπως η Ελλάδα.
«Η Ελλάδα έχει φυσικά συμπεριληφθεί στη λίστα ξανά, αλλά δεν έχουμε ξαναδεί μια χώρα να εκτοξεύεται με τον τρόπο και στην κατεύθυνση που έχει πάρει ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια», τονίζει. «Είδαμε μία φιλοδοξία».
Η Ελλάδα είναι ένα μέρος που παρακολουθεί από τα χρόνια του «Wallpaper*», άλλες φορές με σαγήνη και άλλες με δυσφορία. Και ενώ πέρασε μία δεκαετία λιτότητας, «και, με πολλούς τρόπους, επιβίωσης», θεωρεί πως τώρα βρίσκεται σε ισχυρή θέση. Η κατάταξη στη δημοσκόπηση, αναφέρει, γίνεται κοιτώντας πολλούς παράγοντες – πού βρίσκεται σήμερα μία χώρα αλλά και πού μπορεί να φτάσει.
«Η Ελλάδα μοιάζει με ένα πολύ ελκυστικό “ασφαλές καταφύγιο” για να βασίσει κανεις μια επιχείρηση», δηλώνει, ειδικά σε σχέση με τη γεωγραφική της θέση στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς είναι και κοντά στη Βόρειο Αφρική αλλά και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μία περίοδο κυκλοθυμίας στη Μέση Ανατολή. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι ελκυστική ως ένα μέρος για να επισκεφθεί κανείς, να επενδύσει, να αγοράσει ιδιοκτησία ή επιχείρηση, σημειώνει.
Το ραδιόφωνο
To «Monocle» είναι ένα print-first περιοδικό, που με ετήσια συνδρομή μπορεί κανείς να διαβάσει και ψηφιακά, αλλά διαθέτει και podcasts και έναν 24ωρο ζωντανό ραδιοφωνικό σταθμό – «το πιο σημαντικό πράγμα που κάνουμε ψηφιακά», λέει ο κ. Μπρουλέ. Σε μια τηλεδιάσκεψη με στελέχη του «Monocle» στην αρχή της πανδημίας, όταν συζητούσαν εάν έπρεπε να περάσουν σε «κατάσταση επιβίωσης», ο ίδιος είπε πως «πρέπει να πάμε στην αντίθετη κατεύθυνση, να γίνουμε περισσότερο παρόντες από πριν», αναφερόμενος στη ραδιοφωνική εκδοχή του περιοδικού. «Θα μπορούσε να είχε πάει λάθος αλλά απέδωσε – συνεργαζόμαστε με περισσότερους διαφημιστές και partners από πριν, έχουμε περισσότερους ακροατές και πιο πολλά προγράμματα», λέει στην «Κ». Και καθώς το 2020 τελειώνει, ο κ. Μπρουλέ αναφέρει πως θα μεταφέρει στο 2021 τη «σημασία της ευκινησίας» και της επαφής αυτοπροσώπως. «Δεν πιστεύω σε ένα μέλλον με δουλειά μόνο από το σπίτι, όπου όλα θα γίνονται μέσω Zoom», τονίζει. Θεωρεί πως πέρα από την απειλή της μετάδοσης του ιού, πολλές εταιρείες βρίσκονται σε έναν αγώνα μεταξύ τους όσον αφορά την τηλεργασία – «το βλέπουν σαν ένα σημάδι καινοτομίας», αναφέρει, αλλά ο ίδιος διαφωνεί. «Για να κλείσεις μία συμφωνία, για να υπογράψεις ένα συμβόλαιο, για να μεταφέρεις χρήματα, πρέπει να μπορείς να κοιτάξεις τους ανθρώπους στα μάτια», δηλώνει ο κ. Μπρουλέ. «Η ψηφιοποίηση και η ψηφιακή επικοινωνία μάς έχουν βοηθήσει να αντεπεξέλθουμε», σημειώνει, «αλλά δεν έχουν πάει τίποτα μπροστά».