Η σημερινή καταγράφεται ως μία από τις σημαντικότερες ημερομηνίες για την Ελληνική Επανάσταση, παρά την «κυριαρχία» του Μάρτη στο συλλογικό ασυνείδητο. Στις 22 Φεβρουάριου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διαβαίνει τον ποταμό Προύθο, στην περιοχή της Μολδαβίας, και με τη συνοδεία 200 ιππέων εγκαθίσταται στη Μονή του Γαλατά, σε μικρή απόσταση από το Ιάσιο.

του Δημήτρη Δουλγερίδη*

Στην πόλη αυτή κηρύσσεται η Επανάσταση, ενώ κυκλοφορεί η πρώτη επαναστατική προκήρυξη και οργανώνεται ο πυρήνας του επαναστατικού στρατού. Στον ναό των Τριών Ιεραρχών (όπου και το ελληνικό τυπογραφείο) ο μητροπολίτης Ιασίου Βενιαμίν ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης και τοποθετεί το ξίφος στη ζώνη του Υψηλάντη (για την πλήρη περιγραφή των γεγονότων οφείλει φυσικά κανείς να ανατρέξει στον Ηλία Φωτεινό και τους «Αθλους της εν Βλαχία ελληνικής Επαναστάσεως», 1846). Την ίδια ημέρα ο Παπαφλέσσας, που μετέφερε το επαναστατικό μήνυμα στις επαρχίες της Πελοποννήσου, στέλνει επιστολή στον Εμμανουήλ Ξάνθο της Φιλικής Εταιρείας ζητώντας να επισπεύσει ο Υψηλάντης την άφιξή του στην Πελοπόννησο. Το σχέδιο, ωστόσο, είχε εγκαταλειφθεί, συμπράττοντος του Ξάνθου, σύμφωνα με το κατατοπιστικό «Δύο πρίγκιπες στην ελληνική Επανάσταση» (Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών / Ασίνη, 2015, εισαγωγή – επιμέλεια Βασίλης Παναγιωτόπουλος). «Ολα παίζονταν πια με όρους Ελληνο-φαναριώτικους και Μολδο-βλαχικούς. Με όρους “μεταβυζαντινούς”, όπως θα έλεγε και ο Νικόλαος Jorga».

Η σημαντική στιγμή μετά την κήρυξη του Αγώνα είναι η δημοσίευση της προκήρυξης του «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» από τον Υψηλάντη. Ο στρατιωτικός ηγέτης της Φιλικής Εταιρείας καλούσε όλους τους Ελληνες να προσφέρουν τη δική τους συμβολή στην απελευθέρωση της πατρίδας: τους πλούσιους, να θυσιάσουν ένα μέρος της περιουσίας τους, τους ιερείς, να εμψυχώνουν τον λαό, τους μορφωμένους ανθρώπους, να δίνουν ωφέλιμες συμβουλές, τους Ελληνες που υπηρετούσαν στο εξωτερικό, να επιστρέψουν στην πατρώα γη και να λάβουν μέρος στον απελευθερωτικό πόλεμο» (Γκρίγκορι Αρς, «Ο Ιωάννης Καποδίστριας στη Ρωσία», εκδ. Ασίνη, 2015). Επίσης υπαινισσόταν, αν και κάπως αόριστα, την πιθανότητα βοήθειας από τη Ρωσία: «Κινηθήτε, ω φίλοι, και θέλετε ιδή μίαν κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαιά μας!».

Ο Ιωάννης Καποδίστριας λαμβάνει την επιστολή του Υψηλάντη στο Λάιμπαχ και αιφνιδιάζεται. «Το μεγαλύτερο γεγονός είναι ότι μας πέτυχε σαν έκρηξη βόμβας η ελληνική εξέγερση». Δύο ημέρες αργότερα δίνει την απάντησή του καταδικάζοντας την εκστρατεία καθώς η ρωσική κυβέρνηση «δεν μπορούσε να την υποστηρίξει ως στρεφόμενη εναντίον κράτους, με το οποίο… έχει τη σταθερή πρόθεση να διατηρεί μόνιμες σχέσεις ειρήνης και φιλίας» (Γκρίγκορι Αρς). Πίσω από τη διπλωματική στάση του Καποδίστρια, που τότε είναι συνυπουργός Εξωτερικών του τσάρου Αλέξανδρου Α’, κρύβεται και η προσωπική του αντίληψη, καθώς θεωρούσε την Επανάσταση πρόωρη και επικίνδυνη (σε επιστολή του, πάντως, προς την κόμισσα Εντλινγκ, υποδηλώνει τη σύγχυσή του, όταν καταδικάζει έναν Ελληνα για λογαριασμό μιας ξένης δύναμης).

Ως γνωστόν, η έκβαση των μαχών στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες ήταν η συντριβή για τις επαναστατικές δυνάμεις. Αποκορύφωμα ήταν η Μάχη του Δραγατσανίου, τον Ιούνιο, όπου απειλήθηκαν με ολοσχερή καταστροφή. Ο Αλ. Υψηλάντης κατάφερε να διαφύγει μαζί με ορισμένους επιτελείς – ανάμεσά τους τον πιστό Γεώργιο Λασσάνη – και να παραδοθεί στους Αυστριακούς. Μια ομάδα περίπου 100 διασωθέντων έφτασε έως τα ελληνικά εδάφη στον Νότο, ενώ η πλειονότητα των ανδρών του Ιερού Λόχου σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν και εκτελέσθηκαν επί τόπου. Ο Υψηλάντης πέθανε τον Ιανουάριο του 1828 έγκλειστος σε αυστριακό φρούριο, απαρηγόρητος που δεν κατόρθωσε να φτάσει στη μαχόμενη Ελλάδα.


από Τα Νέα