Την τελευταία του πνοή σε ηλικία 60 ετών άφησε ο Ντιέγκο Μαραντόνα λίγες ημέρες αφότου βγήκε από το νοσοκομείο μετά την εγχείρηση που υποβλήθηκε στον εγκέφαλο, προκαλώντας παγκόσμια θλίψη.
Ήταν το καλοκαίρι του 1994 στο Μουντιάλ των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, στα 34 του, και μετά από τρία χρόνια μεγάλων προβλημάτων επιστρέφει στο υψηλότερο αγωνιστικό επίπεδο ως αρχηγός της εθνικής Αργεντινής στο Μουντιάλ των ΗΠΑ. Το 1991 είχε συλληφθεί για κατοχή κοκαΐνης, οι σκανδαλοθήρες τον είχαν πάρει στο κατόπι, κάποιοι ήθελαν να του κόψουν το ποδόσφαιρο, ενώ ουσιαστικά απείχε ποδοσφαιρικά, καθώς την τελευταία σεζόν πριν το Μουντιάλ, ως παίχτης της Νιούελς Ολντ είχε παίξει σε πέντε παιχνίδια.
Η Αργεντινή δείχνει ακαταμάχητη και ένα από τα φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου. Στο παιχνίδι με την Ελλάδα (τελικό αποτέλεσμα 4-0) ο Ντιέγκο πετυχαίνει στο 60ο λεπτό το 3-0, με ένα ωραίο γκολ. Αναπάντεχα, ακατανόητα, ο Μαραντόνα δείχνει να τρελαίνεται. Είναι σαν να τον χτυπάει το ρεύμα. Πανηγυρίζει έξαλα και πάει καρφί σε μία κάμερα δίπλα στην πλάγια γραμμή κραυγάζοντας. Είναι σαν να έχει βγει από τον «Σημαδεμένο» του Ντε Πάλμα, σαν τον ήρωα της ταινίας Τόνι Μοντάνα, όταν έχει ρουφήξει ένα βουνό κοκαΐνης. Μία αποκαλυπτική εικόνα για τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή και την ψυχολογική του κατάσταση, για τη θέλησή του να γράψει το φινάλε της καριέρας του με τον ωραιότερο τρόπο, όπως ονειρεύεται κάθε μεγάλος ποδοσφαιριστής. Κι όμως, αντιθέτως, έγραψε το συγκλονιστικότερο αρνητικό φινάλε, με τη βοήθεια της αμφιλεγόμενης (επιεικώς) ΦΙΦΑ, που ανακοίνωνε την επομένη ότι τον έπιασαν ντοπέ.
Ένας τραγικός ήρωας
Και μόνο απ’ αυτή την εικόνα του μπροστά στην κάμερα και γνωρίζοντας τα στοιχειώδη για την πορεία του στο ποδόσφαιρο, ο Ντιέγκο αποτελεί μια δραματική μορφή, ένας τραγικός ήρωας, βγαλμένος από την πιο ευφάνταστη δραματουργία. Έτσι φαντάζει απολύτως λογικό ο άνθρωπος που λατρεύεται ως Θεός στην Αργεντινή και τη Νάπολη, να διατηρεί φανατικούς οπαδούς ακόμη και σήμερα σε όλο τον κόσμο – ακόμη και σε γενιές που δεν τον πρόλαβαν να παίζει. Τα επιτεύγματά του στο ποδόσφαιρο απίστευτα, ενώ η προσωπική του ζωή είναι γεμάτη σκοτεινές ιστορίες, καταχρήσεις και παρεκτροπές, αλλά και η υπέρμετρη αναίδεια έναντι των πανίσχυρων αξιωματούχων της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου και άλλων ισχυρών παραγόντων του χώρου, αποτελούν πάντα έμπνευση για τη μεταφορά τους στον κινηματογράφο. Και δείχνει περίεργο, που μέχρι στιγμής, υπάρχουν μόνο δύο ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, εκείνο του Εμίρ Κουστουρίτσα, που γύρισε το 2008 ο διάσημος Σέρβος σκηνοθέτης («Ο Μπαμπάς Λείπει σε Ταξίδι για Δουλειές», «Ο Καιρός των Τσιγγάνων») με σαφή ένθερμη εκτίμηση στο πρόσωπο του «μικρού Θεού» και αυτό του Βρετανού ντοκιμαντερίστα Ασίφ Καπάντια, ο οποίος θεωρείται εξπέρ στις βιογραφίες («Σένα», «Έϊμι») και άφησε καλές εντυπώσεις. Ωστόσο, από την πρεμιέρα του έλειψε ο πρωταγωνιστής. Ο Μαραντόνα δεν πήγε και τις επόμενες ημέρες κάλεσε τους οπαδούς του να μη δουν την ταινία, γιατί δεν του άρεσε ο τίτλος «Ντιέγκο Μαραντόνα: Επαναστάτης, ήρωας, απατεώνας, Θεός». Μετά από μια απλοϊκή σκέψη, ο Μαραντόνα δήλωσε ενοχλημένος για αυτό το «απατεώνας», τονίζοντας: «Εγώ έπαιξα ποδόσφαιρο και κέρδισα τα χρήματά μου τρέχοντας πίσω από μια μπάλα. Εγώ δεν εξαπάτησα κανέναν. Αν εκείνοι θέλουν να προσελκύσουν τον κόσμο, μου φαίνεται ότι κάνουν λάθος με τον τρόπο».
Αυτό όμως είναι λεπτομέρεια, είναι η δική του θέση. Για όσους τον λάτρεψαν – ακόμη και για τις παρεκτροπές του ή τις καταραμένες ιστορίες της ζωής του – το ντοκιμαντέρ του Καπάντια πιθανότατα θα είναι ακόμη ένα απολαυστικό δίωρο για τους λάτρεις του ποδοσφαίρου και φυσικά του Ντιεγκίτο.
Ένα διαμάντι μες τη λάσπη
Ο Μαραντόνα, που γεννήθηκε το 1960, τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην παραγκούπολη Βίλα Φιορίτο, στα νότια του Μπουένος Άιρες και οι κακοτράχαλες αλάνες ήταν τα πρώτα γήπεδα που αγωνίστηκε. Σε ηλικία τριών ετών, ένα βράδυ, που ήταν έξω από το σπίτι της οικογένειάς του, ένα παράπηγμα με τσίγκους, το σκοτάδι τον εμπόδισε να δει καλά και βρέθηκε σε μια γούρνα, που η οικογένεια χρησιμοποιούσε ως απόπατο, να παλεύει με λάσπες και περιττώματα. Κινδύνευε με πνιγμό, όταν άκουσε να τον αναζητά ο θείος του Σιρίλο, που ήταν παλιός ποδοσφαιριστής και η δόξα της οικογένειας. Ο Σιρίλο όταν έφτασε κοντά του φώναξε: «Ντιεγκίτο, κράτα το κεφάλι σου πάνω από τα σκατά». Μια προτροπή που ακολούθησε ο Μαραντόνα σε όλη του τη ζωή. Γιατί μπορεί να κυλίστηκε στις λάσπες και να τον πλησίασαν πολλά σκατά στη ζωή του, αλλά το κεφάλι του πάσχισε να το κρατήσει έξω απ’ αυτά.
Τα κόλπα με την μπάλα
Τη ζωή του την περνούσε στις αλάνες και στη φτώχεια. Σε ηλικία 11 ετών, παίζοντας με μία μικρή τοπική ομάδα, που έκανε μόνο νίκες, άρχισε να κάνει τις πρώτες του εμφανίσεις στο ημίχρονο των αγώνων της Αρχεντίνος Τζούνιορς, όπου έκανε κόλπα με την μπάλα στο κέντρο του γηπέδου, διασκεδάζοντας τους φιλάθλους. Μάλιστα, η εφημερίδα «Clarin» δημοσίευσε ένα μικρό κείμενο γι’ αυτόν, αλλά κάνοντας λάθος στο όνομά του. Έγραψε η εφημερίδα:
«Είναι αριστεροπόδαρος, αλλά γνωρίζει πώς να χρησιμοποιεί το δεξί. Ο Ντιέγκο Καραντόνα, 10 ετών, κέρδισε το χειροκρότημα στο ημίχρονο του αγώνα Αρχεντίνος Τζούνιορς – Ιντεπεντιέντε, πραγματοποιώντας επίδειξη των σπάνιων ικανοτήτων του σε κοντρόλ και ντρίμπλα. Η φανέλα του είναι πολύ μεγάλη και η φράντζα σπάνια του επιτρέπει να δει κανονικά. Μοιάζει σαν να απέδρασε από σκουπιδότοπο. Μπορεί να κάνει τα πάντα με την μπάλα. Μοιάζει σαν να γεννήθηκε ποδοσφαιριστής. Δεν φαίνεται να ανήκει στο σήμερα, αλλά ανήκει».
Από τους Αρχεντίνος στον «Χασάπη του Μπιλμπάο»
Από τα 16 του χρόνια κατάφερε να γεμίσει τα μεγάλα γήπεδα της Αργεντινής. Στην αρχή με τη φανέλα της Αρχεντίνος Τζούνιορς την οποία αντάμειψε με 116 γκολ σε 166 εμφανίσεις. Το 1981 αρνείται να πάει στη Ρίβερ Πλέιτ και να γίνει ο πιο ακριβοπληρωμένος ποδοσφαιριστής της χώρας του, ενώ ήδη έχει κατακτήσει το 1979 το παγκόσμιο κύπελλο νέων στην Ιαπωνία κι ενώ είχε κοπεί παραδόξως από τον ομοσπονδιακό προπονητή Λουίς Μενότι, για τη νεαρή ηλικία του, από την εθνική ομάδα στο Μουντιάλ του 1978, το οποίο κατέκτησε, με «περίεργα» αποτελέσματα, η Αργεντινή των στρατηγών. Η φήμη του είχε ξεπεράσει τα σύνορα και είχε φτάσει στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Η Μπαρτσελόνα τον ήθελε, αλλά ο ηγέτης της χούντας Βιντέλα, δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση της μεταγραφής. Το απάνθρωπο καθεστώς έπεσε το 1982 και η Μπόκα Τζούνιορς, στην οποία είχε πάει ο Μαραντόνα, δεν μπορούσε να πει όχι στα υπέρογκα ποσά που έδινε τότε η Μπαρτσελόνα. Ο Μαραντόνα δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στο κλίμα της Βαρκελώνης, την υπερβολική δημοσιότητα, τα πάρτι, τα ναρκωτικά που πρωτοδοκίμασε το 1983, ένα χρόνο μετά από τη μεγάλη εκστρατεία εναντίον των ουσιών στην οποία πήρε μέρος, αλλά και την ηπατίτιδα που κόλλησε. Και μπορεί αυτά κάποια στιγμή να στρώνανε, αλλά ήρθε ο «Χασάπης του Μπιλμπάο», ο αμυντικός Αντόνιο Γκοϊκοετσέα, ο οποίος θα μείνει στην ιστορία για το τσεκούρωμά του στον Ντιεγκίτο και το σπάσιμο του μαγικού αριστερού ποδιού του.
Το κόλπο της μεγάλης «απόδρασης» από τη Βαρκελώνη
Η απόφαση για τη φυγή από την Ισπανία είχε ληφθεί και σε αυτό συμφωνούσε και ο ατζέντης του Χόρχε Σιτερσπίλερ. Ξεκίνησαν οι προσπάθειες για να μείνει ελεύθερος και μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιο, που σκέφτηκε ο ατζέντης του, δηλαδή να εξαγριώσει τον τότε πρόεδρο της Μπαρτσελόνα, Νούνιες που εν θερμώ μπορεί να έδινε την άδεια να φύγει ο πιο ακριβοπληρωμένος παίχτης του. Και αυτό το πέτυχε βρίζοντας δημοσίως τους Καταλανούς, σε συνέντευξη που έδωσε ο Μαραντόνα σε φίλο δημοσιογράφο.
Στη συνέχεια διέρρευσαν πληροφορίες για διαπραγματεύσεις με τη Γιουβέντους και τη Νάπολη. Ο κόσμος της Μπαρτσελόνα χωρίστηκε στα δύο. Τη λύση, τελικά την έδωσε η Αθλέτικ Μπιλμπάο κερδίζοντας στον τελικό κυπέλλου την Μπάρτσα με 1-0, δίνοντας την ευκαιρία στον Μαραντόνα να τους επιτεθεί την ώρα που πανηγύριζαν και να γίνει το γήπεδο αρένα, μπροστά στα μάτια του βασιλιά της Ισπανίας Χουάν Κάρλος. Αυτό ήταν.
Ο Θεός της Νάπολης
Ο Μαραντόνα άρχισε να δέχεται προτάσεις. Οι σοβαρότερες ήταν εκείνες της Γιουβέντους και της Νάπολης. Ο Μαραντόνα απέρριψε την προσφορά της «Μεγάλης Κυρίας» καθώς εκεί ηγέτης ήταν ήδη ο μεγάλος Μισέλ Πλατινί και πιθανότατα, σκέφτηκε, θα βρισκόταν κάτω απ’ αυτόν. Έτσι χάσαμε την ευκαιρία να δούμε τους δύο κορυφαίους μπαλαδόρους να παίζουν μαζί και κατέληξε στη Νάπολη, τη μεγάλη ομάδα του ιταλικού Νότου, η οποία, ωστόσο, δεν είχε πάρει πρωτάθλημα ποτέ. Η αποθεωτική υποδοχή του στο στάδιο Σάο Πάολο από 80.000 Ναπολιτάνους θα μείνει στην ιστορία, όπως και το εξωπραγματικό ποσό, για την εποχή, που δαπάνησε η ομάδα των Παρτενοπέι, σε μια πόλη που μεγάλο μέρος του πληθυσμού της κατοικούσε σε υποβαθμισμένες περιοχές που θύμιζαν κατά πολύ τις γειτονιές του Μπουένος Άιρες που μεγάλωσε ο Ντιεγκίτο.
Τα κατορθώματά του στη Νάπολη γνωστά: Δύο πρωταθλήματα, ένα νταμπλ, ένα κύπελλο ΟΥΕΦΑ, διακρίσεις, φοβερό ποδόσφαιρο και απίστευτες ιστορίες καθημερινής τρέλας. Ωστόσο, αυτό που ακόμη και σήμερα δεν μπορεί να εξηγηθεί είναι το πως μία πολύ δυνατή ομάδα δεν μπορούσε να νικήσει μικρομεσαίους αντιπάλους αν δεν είχε στη σύνθεσή της τον Μαραντόνα. Παιχταράδες, όπως ο Τσίρο Φεράρα, που έκανε στη συνέχεια τεράστια καριέρα στη Γιούβε, ο Μάρκο Μπαρόνι, ο Βραζιλιάνος σπουδαίος Αλεμάο, ο Μάσιμο Μάουρο κι αυτός μετά πήγε στη Γιούβε, ο ντε Νάπολι, ο φοβερός Καρέκα και ο Τζόλα, χωρίς τον Μαραντόνα όχι μόνο δεν θα έβλεπαν πρωτάθλημα αλλά ίσως δεν έβγαιναν ποτέ ούτε από τα σύνορα της Ιταλίας. Απίστευτο κι όμως αληθινό, αλλά πολλές φορές μετά από έξαλα γλέντια, ο Μαραντόνα εμφανιζόταν καθυστερημένος στο γήπεδο, έμπαινε ως αλλαγή στο 70 και ένα χαμένο παιχνίδι το γύριζε και έφερνε τη νίκη στους «Παρτενοπέι».
Ακαταμάχητος
Φυσικά υπάρχει και το Μουντιάλ του 1986 στο Μεξικό, όταν σχεδόν μόνος του πήρε το βαρύτιμο κύπελλο. Θα μείνει για πάντα στην ιστορία το γκολ με το «χέρι του Θεού», αλλά και το δυσκολότερο και θεαματικότερο τέρμα που επιτεύχθηκε ποτέ σε Παγκόσμιο Κύπελλο, «το γκολ του αιώνα», όταν ο Μαραντόνα πέρασε όλη την ομάδα της Αγγλίας και σκόραρε, σκοτώνοντας τις ελπίδες των Άγγλων για μια διάκριση, μετά το 1966. Ας θυμηθούμε όμως λίγο καλύτερα αυτό το περίφημο γκολ.
Ήταν στις 22 Ιουνίου του 1986, όταν το θρυλικό 10άρι της Αργεντινής στο 55ο λεπτό του παιχνιδιού πήρε την μπάλα λίγο πριν από το κέντρο, πέρασε όποιον και ότι υπήρχε μπροστά του. Ξεκίνησε πιεζόμενος από δυο παίχτες τους ντρίπλαρε με το αριστερό του πόδι και με αυτό ολοκλήρωσε την προσπάθειά του, πλασάροντας και στέλνοντας την μπάλα στα δίχτυα, ενώ κάλυπτε με μοναδική μαεστρία με το μικρό του σώμα την μπάλα από τους αμυντικούς. Αυτή η αριστουργηματική προσπάθειά του αδίκως θα συγκριθεί με άλλες προσπάθειες μεγάλων παιχτών όπως ο Μέσι κι αυτό διότι δεν την έκανε με μία μικρή ομάδα του ισπανικού πρωταθλήματος, αλλά στην κορυφαία ποδοσφαιρική διοργάνωση, υπό την πίεση των σκληροτράχηλων Άγγλων ποδοσφαιριστών.
Ένα σφύριγμα τον ξανάκανε το χαμίνι του Μπουένος Άιρες
Το 1990 ήρθε το Μουντιάλ της Ιταλίας, όπου ο Μαραντόνα παρότι δεχόταν πιέσεις για να μην μπει εμπόδιο στην Σκουάντρα Ατζούρα πήρε πάνω του και πάλι την εθνική Αργεντινής και την πήγε στον μεγάλο τελικό, όπου εκτός από το κυνικό αντιποδόσφαιρο των Γερμανών έπρεπε να αντιμετωπίσει και έναν απαράδεκτο διαιτητή, που χάρισε τον τίτλο στους Γερμανούς, με ένα πέναλτι φάντασμα.
Στην απονομή των μεταλλίων μια εικόνα από τις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες επιστρέφει. Ο Μαραντόνα θυμίζοντας το παιδί που έχει γευτεί την αδικία μέχρι το μεδούλι, θα κλάψει σαν το χαμίνι του Τσάρλι Τσάπλιν. Νομίζεις ότι ξαναβρίσκεται και πάλι μέχρι το λαιμό στις λάσπες και τα περιττώματα. Αυτό το κλάμα μοιάζει με την παρότρυνση του θείου του: «Ντιεγκίτο, κράτα το κεφάλι σου πάνω από τα σκατά». Και αυτή η μόνιμη προσπάθειά του, να κρατήσει το κεφάλι του – και την καρδιά του- έξω από αυτά ίσως είναι και ο λόγος που ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα αποτελεί έναν ποδοσφαιριστή σύμβολο.