Διοικεί στιβαρά η νέα υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Δεν επιδιώκει την προβολή της. Εργάζεται σκληρά και αθόρυβα. Μετριοπαθής, έχει καταφέρει να κερδίσει την πολιτική στήριξη ανθρώπων που διατηρούν δεσπόζουσα θέση στην ελληνική κοινωνία. Η Νίκη Κεραμέως δεν έμεινε καθόλου από το 2019 και μετά εκτός Υπουργικού Συμβουλίου και με τη δουλειά της συνέβαλε τα μέγιστα για την επιστροφή της κανονικότητας.
Προώθησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες έθεσαν τα θεμέλια του νέου κράτους που σταθερά και συστηματικά διαμορφώνεται την τελευταία πενταετία. Και κατάφερε να βρίσκεται σε έναν κύκλο «γαλάζιων» στελεχών πέριξ του πρωθυπουργού που διαμορφώνουν τις εξελίξεις, θέτοντας μια σπουδαία πολιτική παρακαταθήκη για το αύριο.
Χαρακτηριστικά δείγματα της εξαιρετικής θητείας της Νίκης Κεραμέως στο υπουργείο Εσωτερικών είναι η επιστολική ψήφος, η θέσπιση του ΑΣΕΠ Ανώτερων Στελεχών, η ενεργοποίηση του Εθνικού Συμβουλίου Πολυεπίπεδης Διακυβέρνησης και το πληροφοριακό σύστημα διαχείρισης αιτημάτων πολιτών στα ΚΕΠ. Στο υπουργείο Παιδείας, η Νίκη Κεραμέως έφερε τη διάταξη για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, μερίμνησε για 25.000 μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών και για 1.850 νέες θέσεις καθηγητών στα πανεπιστήμια, ενώ θέσπισε τον έναν επιπλέον χρόνο στο νηπιαγωγείο και την επέκταση του ολοήμερου σχολείου.
Επίσης, μερίμνησε για ένα νέο μοντέλο διοίκησης των πανεπιστημίων και για τα αγγλόφωνα προπτυχιακά. Επί των ημερών της, μεγάλα πανεπιστήμια από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο ίδρυσαν παραρτήματα στη χώρα μας, τα οποία ήδη λειτουργούν με προσιτά δίδακτρα. Ολα τα παραπάνω η Αριστερά τα πολέμησε –μάταια– με λύσσα. Η ελληνική κοινωνία όμως δείχνει πως έχει αφήσει οριστικά πίσω της τους αντιπαραγωγικούς μπολσεβικισμούς και κοιτά μπροστά, προσδοκώντας πολλά από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Ψύχραιμη, η Νίκη Κεραμέως κλήθηκε στο παρελθόν να διαχειριστεί κρίσεις και το έκανε με επιτυχία, κερδίζοντας πολλούς πόντους και εξερχόμενη πολιτικά και επικοινωνιακά αλώβητη. Τώρα, καλείται να διοικήσει το – παραγωγικό– υπουργείο Εργασίας. Και δήλωσε στη διάρκεια της παραλαβής ότι «έχουν γίνει πραγματικά εξαιρετικές προσπάθειες πάνω στις οποίες θέλουμε να χτίσουμε, να χτίσουμε πάνω στα πολύ σημαντικά κεκτημένα της πενταετίας και να οικοδομήσουμε πραγματικά για όλες τις κατηγορίες που ωφελούνται από αυτό το υπουργείο, είτε μιλάμε για εργαζομένους είτε μιλάμε για ανέργους είτε μιλάμε ευρύτερα για συνταξιούχους, ευρύτερα για την κοινωνία ολόκληρη». Η επίδραση των πολιτικών που θα ασκηθούν εδώ στην καθημερινότητα του πολίτη θα κρίνει εν πολλοίς και τις επόμενες εκλογές, όταν αυτές διεξαχθούν.
Αυτά που έχει να χειριστεί η νέα υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως μόνο εύκολα δεν θα χαρακτηρίζονταν. Είναι, όμως, ζωτικής σημασίας για τη μεταρρυθμιστική πολιτική της κυβέρνησης στο κοινωνικό πεδίο. Μιλάμε για την ψηφιοποίηση, τη μέριμνα για την κάλυψη της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων από συλλογικές συντάξεις και την αύξηση των μισθών τους, την περαιτέρω μείωση των εργοδοτικών εισφορών, την εφαρμογή του νόμου για τη σώρευση εθνικών συντάξεων και τη δημιουργία του πλαισίου για τις επενδύσεις του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), μεταξύ πολλών άλλων. Το νομοθετικό έργο από εδώ και πέρα θα είναι πολύ βαρύ...
Οι ψίθυροι για Κομισιόν
Δεν ήταν τυχαίο ότι το όνομα της Νίκης Κεραμέως ακούστηκε για τη θέση επιτρόπου στην Κομισιόν. Η εικόνα της μετά από μια πενταετία στην κυβέρνηση μόνο σε τέτοιες θέσεις παραπέμπει πλέον. Οσο για την Κουμουνδούρου, η οποία συστηματικά προσπαθεί να αμαυρώσει την εικόνα της, η Νίκη Κεραμέως είναι σαφής: «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι συνώνυμος της αβεβαιότητας, της ανασφάλειας, της αναποτελεσματικότητας, της ανεπάρκειας», είπε στη διάρκεια της συζήτησης για την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε η Κουμουνδούρου τον Ιανουάριο του 2023.
Μάλιστα, απευθυνόμενη στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, τόνισε μεταξύ άλλων: «Δεν έχετε αλλάξει τίποτα από όσα πρεσβεύατε, δεν μάθατε τίποτα από τα λάθη σας. Μόνο τολμάτε να ζητάτε δεύτερη φορά Αριστερά. Δεύτερη φορά στη συμφορά! Θα ήταν κωμικό, αν δεν ήταν τραγικό αυτό. Η σύγκριση, δε, με την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι αμείλικτη και η διαφορά φάνηκε από την πρώτη μέρα. Αισθανθήκαμε όλοι ότι ξαναζούμε σε ένα κανονικό, δυτικό κράτος. Ακόμη και εν μέσω μίας πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης, είδαμε μείωση της φορολογίας, ανάπτυξη σε όλη τη χώρα, αποκατάσταση –και με το παραπάνω– της διεθνούς μας αξιοπιστίας, εθνική υπερηφάνεια, ασφάλεια στα σύνορά μας, μία πιο ποιοτική δημόσια Παιδεία προσβάσιμη από όλους, ένα κράτος φιλικό, λιγότερο γραφειοκρατικό, με πλήθος ψηφιοποιημένων υπηρεσιών, με προσέλκυση επενδύσεων και εξωστρέφεια. Ζούμε πια σε μία σύγχρονη Ελλάδα, αυτή που μας αξίζει».