Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, αναμένεται να ανακοινώσει την παράταση της αναστολής επιβολής ΦΠΑ στα νεόδμητα ακίνητα μέχρι και το τέλος του 2026. Η κυβέρνηση, με αυτό το μέτρο, στοχεύει στην τόνωση της οικοδομικής δραστηριότητας, στη στήριξη της ανάπτυξης και στην αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος, διατηρώντας για έναν ακόμη χρόνο το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς.
Η παράταση αφορά όλα τα αδιάθετα ακίνητα των κατασκευαστών, τα οποία προέρχονται από οικοδομικές άδειες που εκδόθηκαν μετά το 2006, είτε πρόκειται για ιδιόκτητες οικοδομές είτε για έργα αντιπαροχής. Έτσι, και το 2026 οι αγοραπωλησίες θα συνεχίσουν να επιβαρύνονται μόνο με φόρο μεταβίβασης 3%, χωρίς την πρόσθετη επιβάρυνση του ΦΠΑ 24%.
Παράλληλα, έχει «παγώσει» μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2026 και ο φόρος υπεραξίας 15% που υπολογίζεται στη διαφορά μεταξύ τιμής πώλησης και τιμής κτήσης. Στον σχεδιασμό της κυβέρνησης εντάσσεται επίσης και η διατήρηση των αντικειμενικών αξιών στα σημερινά επίπεδα για ακόμη έναν χρόνο, με μοναδική προσαρμογή την ένταξη νέων περιοχών στο σύστημα.
Η ιστορία του μέτρου ξεκινά τον Ιανουάριο του 2006, όταν επιβλήθηκε για πρώτη φορά ΦΠΑ στις νεόδμητες κατοικίες – πλην της πρώτης – με αρχικό συντελεστή 19%, ο οποίος στη συνέχεια ανέβηκε στο 24% στα χρόνια των Μνημονίων. Η δεκατριετής εφαρμογή του φόρου αποδείχθηκε επιβαρυντική για την οικοδομική δραστηριότητα, που ήδη δοκιμαζόταν από την οικονομική κρίση. Το 2019 αποφασίστηκε τριετής αναστολή, από το 2020 έως το 2022, με στόχο την ανάκαμψη του κλάδου, ενώ στη συνέχεια το μέτρο παρατάθηκε επανειλημμένα, με την ισχύουσα ρύθμιση να λήγει στο τέλος του 2025.
Τα οφέλη για τους αγοραστές είναι καθοριστικά. Για παράδειγμα, σε ακίνητο αξίας 100.000 ευρώ, η αποφυγή ΦΠΑ συνεπάγεται εξοικονόμηση 24.000 ευρώ. Σε διαμέρισμα 250.000 ευρώ, ο ΦΠΑ θα έφτανε τις 60.000 ευρώ, ενώ με φόρο μεταβίβασης 3% το ποσό περιορίζεται στις 7.500 ευρώ, διαφορά 52.500 ευρώ. Αντίστοιχα, για κατοικία 300.000 ευρώ, η τελική δαπάνη με ΦΠΑ θα ανερχόταν στις 372.000 ευρώ, ενώ με την αναστολή μειώνεται στα 309.000 ευρώ, με τον αγοραστή να κερδίζει 63.000 ευρώ.
