Δυσοίωνο το μέλλον των ασφαλιστικών συστημάτων για χώρες μέλη του ΟΟΣΑ, εκτιμά ο οργανισμός στην έκθεση του για τις συντάξεις που δημοσιεύθηκε χθες Τετάρτη, (27/11).
Η ταχεία γήρανση του πληθυσμού, η ενίσχυση των μη τυπικών μορφών εργασίας, όπως της προσωρινής και της μερικής απασχόλησης, και το περιβάλλον χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης και επιτοκίων αποτελούν νέες προκλήσεις για τα συνταξιοδοτικά συστήματα στις χώρες-μέλη του. Για το λόγο αυτό, ο Οργανισμός εκτιμά πως οι χώρες πρέπει να μεταρρυθμίσουν επειγόντως τα συνταξιοδοτικά συστήματά τους.
Η έκθεση που βρίσκει τη χώρα μας στον προθάλαμο μιας νέας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, επισημαίνει πως τα δύο τελευταία χρόνια, οι περισσότερες παρεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, εστίασαν στη χαλάρωση των προϋποθέσεων αναφορικά με τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, την αύξηση των συντάξεων ή τη διεύρυνση της συνταξιοδοτικής κάλυψης. Ενισχύοντας έτσι, υπογραμμίζει ο Οργανισμός, την αβεβαιότητα σχετικά με την βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών αυτών συστημάτων. “Η υπαναχώρηση από μεταρρυθμίσεις που αντιμετωπίζουν μακροπρόθεσμες ανάγκες μπορεί να καταστήσει τα συνταξιοδοτικά συστήματα λιγότερο ανθεκτικά σε οικονομικά σοκ στο μέλλον και απροετοίμαστα για την αντιμετώπιση της γήρανσης του πληθυσμού” αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ειδικά στο θέμα της γήρανσης του πληθυσμού, ο ΟΟΣΑ υπογραμμίζει ότι συνεχίζει να πιέζει τα συνταξιοδοτικά συστήματα. Είναι χαρακτηριστικό πως τα τελευταία 40 χρόνια, ο αριθμός των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών ως ποσοστό αυτών που βρίσκονται σε εργάσιμη ηλικία (15-64 ετών), αυξήθηκε από το 20% στο 31%, ενώ έως το 2060 το ποσοστό αυτό θα έχει πιθανότατα διπλασιαστεί, φθάνοντας στο 58%. Μάλιστα, η χώρα μας βρίσκεται στην κορυφή των χωρών όπου η γήρανση του πληθυσμού αναμένεται να είναι ιδιαίτερα γρήγορη.
“Στην Ελλάδα, την Κορέα, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία και την Ισπανία, η γήρανση θα είναι ταχύτατη, ενώ η Ιαπωνία και η Ιταλία θα παραμείνουν μεταξύ των χωρών με τους πιο γερασμένους πληθυσμούς”. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των άνω των 65 ετών πολιτών, σε σχέση με όσους βρίσκονται σε εργάσιμη ηλικία, εκτιμάται για την Ελλάδα στο 37,8% το 2020. Μάλιστα, το ποσοστό αναμένεται να εκτιναχθεί στο 79,7% το 2060. Το εργατικό δυναμικό της Ελλάδας – ήτοι τα άτομα ηλικίας 15 έως 64 ετών- προβλέπεται να μειωθεί έως το 2060 κατά 35% και πλέον, μαζί με τις Ιαπωνία, Κορέα, Λετονία, Λιθουανία και Πολωνία, όταν η αντίστοιχη μείωση στον ΟΟΣΑ εκτιμάται σε 10%.
Σύμφωνα με άλλα στοιχεία της έκθεσης, η πραγματική μέση ηλικία συνταξιοδότησης στην Ελλάδα το 2018 ήταν τα 61,7 χρόνια για τους άντρες έναντι 65,4 κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ και στα 60 χρόνια για τις γυναίκες έναντι 63,7 στον ΟΟΣΑ. Η συνταξιοδοτική δαπάνη παραμένει σημαντικά υψηλά στο 16,9% του ΑΕΠ, έναντι 8,0% στον Οργανισμό, ενώ το προσδόκιμο ζωής εκτιμάται στα 82 έτη, έναντι 80,7 στον ΟΟΣΑ.
Αναλύοντας το σύστημα στη χώρα μας ο ΟΟΣΑ αναφέρει:
– Οι παροχές πραγματοποιούνται μέσω δημόσιου συστήματος, όπου η σύνταξη αποτελείται από ένα μέρος που δεν σχετίζεται με τις αποδοχές (εθνική σύνταξη) κι ένα μέρος που είναι ανταποδοτικό και σχετίζεται από τις συντάξιμες αποδοχές.
– Το μέλλον των συμπληρωματικών επικουρικών συντάξεων είναι αβέβαιο.
– Η ηλικία συνταξιοδότησης ανέρχεται σε 67 για τους άνδρες και τις γυναίκες με τουλάχιστον 4500 εργάσιμες ημέρες (ισοδύναμο με 15 έτη). Οι εργαζόμενοι με 12.000 εργάσιμων ημερών (40 ετών) μπορούν να συνταξιοδοτηθούν με πλήρη σύνταξη σε ηλικία 62 ετών. Υπάρχουν παραχωρήσεις για άτομα που εργάζονται σε Βαρέα ή ανθυγιεινά επαγγέλματα και για γυναίκες με εξαρτώμενα ή ανάπηρα παιδιά.
– Η ελάχιστη σύνταξη γήρατος απαιτεί 15 έτη ασφάλισης.
– Η βασική ή εθνική σύνταξη, δεν σχετίζεται με εισόδημα και χρηματοδοτείται άμεσα από τον κρατικό προϋπολογισμό. Βασίζεται σε έτη διαμονής στην Ελλάδα και έχει οριστεί στα 384 ευρώ εάν ο συνταξιούχος έχει 40 έτη διαμονής από την ηλικία των 15 έως το όριο ηλικίας που απαιτείται για τη λήψη της σύνταξης και τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης. Το παραπάνω ποσό μειώνεται κατά 2 % για κάθε έτος που υπολείπεται από 20 έως 15 έτη ασφάλισης. Κατά συνέπεια, το ποσό της εθνικής σύνταξης για 15 χρόνια ορίζεται σε 345,60 ευρώ.
– Ανταποδοτική σύνταξη: Υπολογίζεται ανάλογα με τα έτη ασφάλισης. Υπάρχει διαφορετικός συντελεστής από 0,77% για κάθε έτος έως και 15 έτη και σταδιακά αυξάνεται σε 2% για το 39ο έτος και μετά. Εξαρτάται από τους μέσους μισθούς που καθορίζονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Το ανώτατο όριο σύνταξης ορίζεται 5.860,80 ευρώ ανά μήνα.
Οι επικουρικές συντάξεις είναι συμπληρωματικές. Είναι υποχρεωτικές, διανεμητικές και καθορισμένες και παρέχονται από κρατικούς φορείς, που με τη μεταρρύθμιση του 2012 εντάχθηκαν σε ένα ταμείο το ΕΤΕΑ (σημερινό ΕΤΕΑΕΠ). Ένας από τους στόχους του νόμου του 2012 ήταν η υπαγωγή του ΕΤΕΑΕΠ σε κανόνες νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC), αλλά αυτό το μέρος δεν έχει εφαρμοστεί πλήρως.
– Υπάρχει η δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδότησης από τα 62 έτη για άνδρες και γυναίκες με πέναλτι 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται μέχρι την ηλικία των 67 ετών. Δεν υπάρχει μείωση για εκείνους με τουλάχιστον 12.000 ένσημα.
– Για όσους δικαιούνται μειωμένο ποσό σύνταξης γήρατος μετά τις 19 Αυγούστου 2015, υπάρχει επιπλέον μείωση κατά 10%, έως ότου φθάσουν τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης των 67 ετών.
Καμπάνα για τις άτυπες μορφές απασχόλησης
Επιπλέον της γήρανσης του πληθυσμού, σημειώνει η έκθεση του ΟΟΣΑ, η ενίσχυση των μη τυπικών μορφών εργασίας, όπως της προσωρινής και της μερικής απασχόλησης, και το περιβάλλον χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης και επιτοκίων αποτελούν νέες προκλήσεις για τα συνταξιοδοτικά συστήματα. Ειδική αναφορά γίνεται μάλιστα και για τους αυτοαπασχολούμενους, που μαζί με τους εργαζόμενους με προσωρινή ή μερική απασχόληση αντιστοιχούν τώρα σε περισσότερο από το ένα τρίτο της απασχόλησης στις χώρες του ΟΟΣΑ.
«Οι κυβερνήσεις πρέπει να θεσπίσουν πιο δίκαιες και εναρμονισμένες συντάξεις για όλους», δήλωσε χαρακτηριστικά ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ, Άνχελ Γκουρία. Και αυτό γιατί οι εισφορές που πληρώνουν, σε πολλές χώρες μέλη του Οργανισμού, είναι πολύ χαμηλές, είτε γιατί πρόκειται για εργαζόμενους με μη τυπικές μορφές απασχόλησης που έχουν χαμηλότερες αποδοχές είτε γιατί υπάρχουν συστήματα σύμφωνα με τα οποία οι αυτοαπασχολούμενοι έχουν τη δυνατότητα να καταβάλλουν εισφορές χαμηλότερες, ανεξάρτητα από το εισόδημά τους. Αυτό, οδηγεί σε μελλοντικές παροχές πολύ χαμηλές, επισημαίνει ο Οργανισμός, ο οποίος μάλιστα ανησυχεί και για την πιθανότητα η μισθωτή εργασία να υποκατασταθεί από την αυτοαπασχόληση ή άλλες άτυπες μορφές.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και για τα χαμηλά επιτόκια που δημιουργούν νέα προβλήματα μαζί με ευκαιρίες. Οι χαμηλές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων μειώνουν δραστικά το κόστος του δημόσιου χρέους, ιδιαίτερα όταν είναι χαμηλότερες από τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, όπως συνέβη σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ τα τελευταία χρόνια. Ταυτόχρονα, όμως, τα χαμηλά επιτόκια περιορίζουν τις αποδόσεις των συνταξιοδοτικών ταμείων από τις επενδύσεις των εισφορών τους, μειώνοντας δυνητικά τις μελλοντικές συντάξεις για τα συστήματα καθορισμένων εισφορών και απειλώντας τη φερεγγυότητα των συστημάτων καθορισμένων συντάξεων.
Για όλα τα παραπάνω, ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι οι χώρες πρέπει να μεταρρυθμίσουν επειγόντως τα συνταξιοδοτικά συστήματά τους.
Πηγή: euro2day.gr