«Σήμερα η Ελλάδα είναι πρωταγωνιστής με αξιοπιστία και ισχύ. Η οικονομία της αναβαθμίζεται διαρκώς, ενώ οι κινήσεις της στη διεθνή σκακιέρα φέρνουν αποτελέσματα: στην υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συνόρων αλλά και στην ανθρωπιστική συμβολή για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού προβλήματος. Όπως και στις πρωτοβουλίες ειρήνης που αναπτύσσονται στη Μεσόγειο της Ευρώπης» τόνισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία του στην εκδήλωση για τα 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.

«Αλλά και η πανδημία στάθηκε πεδίο όπου εκδηλώθηκαν οι αρετές των Ελλήνων. Η χώρα αύξησε σημαντικά τη δυναμικότητα του συστήματος υγείας, ενώ ψηφιοποίησε οριζόντια τις δράσεις του κράτους. Κάτι το οποίο αποτυπώνεται και στους πολύ γρήγορους ρυθμούς των εμβολιασμών. Πρόκειται για το απόσταγμα μιας οδυνηρής εμπειρίας, που σήμερα καλούμαστε να μετατρέψουμε σε καθαρό νερό για να αρδευτεί ένα εύφορο αύριο. Γι’ αυτό κι είμαι υπερήφανος, καθώς μαζί με άλλους οκτώ ευρωπαίους ηγέτες πρωτοστατήσαμε -με μια επιστολή που είχαμε στείλει τον Μάρτιο του περασμένου έτους στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου- στην ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Κάτι το οποίο φάνταζε πριν από 1,5 χρόνο όνειρο απατηλό έγινε πραγματικότητα. Και αυτό θα είναι και ο οδηγός μας τις επόμενες δεκαετίες» πρόσθεσε ο πρωθυπουργός.

Επίσης είπε ότι νιώθει περήφανος και για τη συμβολή της Ελλάδας σε δύο ακόμα μεγάλα ευρωπαϊκά βήματα προς την μετα-Covid εποχή. Την από κοινού προμήθεια εμβολίων και την έκδοση του Ευρωπαϊκού Πιστοποιητικού Covid που θα επιτρέψει και πάλι στους πολίτες μας να ταξιδέψουν με ασφάλεια, καθώς, όπως είπε, η σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης και η αντιμετώπιση της πανδημίας ήταν δύο κορυφαία επιτεύγματα της Ευρώπης για την υπέρβαση της υγειονομικής κρίσης.

Ο πρωθυπουργός ξεκίνησε την ομιλία του με τα λόγια του Κωνσταντίνου Καραμανλή όταν υποδεχόταν πριν από 40 χρόνια την ένταξη της Ελλάδας στις τότε Ευρωπαϊκές Οικονομικές Κοινότητες. «Από την 1η Ιανουαρίου του 1981, η Ελλάδα ξαναβρίσκει τη θέση της στην Ευρώπη με την οποία συνδέεται ιστορικά και πολιτιστικά, έχοντας κοινά συμφέροντα και στόχους».

«Για τον ιστορικό ηγέτη έκλεινε θριαμβευτικά ένα προσωπικό στοίχημα. Ενώ για τη χώρα άνοιγε ένα συναρπαστικό ταξίδι με τριπλό προορισμό: την ασφάλεια, τη δημοκρατία και την ευημερία. Αυτό το ταξίδι συνεχίζουμε σήμερα, κρατώντας σταθερά την ίδια πυξίδα αλλά έχοντας πια πιο δυνατό άνεμο στα πανιά μας, περισσότερους επιβάτες στο ευρωπαϊκό σκάφος. Και στο τιμόνι του ισχυρούς θεσμούς, που γιορτάζουν τώρα μαζί μας και τους οποίους ευχαριστώ θερμά για την παρουσία τους» είπε, υπογραμμίζοντας ότι εκείνη η στιγμή του 1981 δεν ήλθε χωρίς περιπέτειες. «Ας θυμηθούμε ότι η σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρώπη είχε ήδη αποφασιστεί το 1961. Η απριλιανή δικτατορία όμως, στα πολλά δεινά που προκάλεσε πρόσθεσε και αυτό του «παγώματος» της ευρωπαϊκής προοπτικής της πατρίδας μας, υπονομεύοντας την ελευθερία, την οικονομία και τον εκσυγχρονισμό της. Ο χαμένος χρόνος έληξε μαζί με την τυραννία. Κι έτσι, το 1975, η δημοκρατική Ελλάδα απευθύνθηκε και πάλι στην Ευρώπη» ανέφερε υπογραμμίζοντας ότι ήταν μια κίνηση με ρεαλισμό και όραμα, γιατί σφράγιζε τη μετάβαση στην πολιτική ομαλότητα με την ευρωπαϊκή ταυτότητα και ταυτόχρονα όπως είπε χάραζε και τη λεωφόρο στην οποία θα βάδιζε η πατρίδα μας τις επόμενες δεκαετίες.

Θύμισε ότι το 1992, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προώθησε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, με ευρύτατη πλειοψηφία, χάρη στην ωριμότητα, όπως είπε, και των άλλων πολιτικών κομμάτων, και ότι η ΝΔ ως αντιπολίτευση στήριξε τους δύο εθνικούς στόχους: την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την είσοδό μας στην Οικονομική και Νομισματική ένωση και τελικά στο ευρώ.

«Γύρω από το ζητούμενο της δυνατής ευρωπαϊκής Ελλάδας οικοδομήθηκαν, λοιπόν, ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις αναβαθμίζοντας την ποιότητα της εσωτερικής πολιτικής ζωής. Με ένα μόνο σκοτεινό διάλειμμα: την περίοδο κατά την οποία επικράτησε ο διχαστικός λαϊκισμός, το 2015» τόνισε ο πρωθυπουργός και πρόσθεσε «Τότε που η χώρα οδηγήθηκε ένα μόλις βήμα πριν τον γκρεμό. Και πάλι όμως, οι προοδευτικές δυνάμεις αντιστάθηκαν και διέλυσαν τα έωλα συνθήματα. Κράτησαν τον τόπο στην Ευρώπη και στο κοινό νόμισμα. Και τελικά συνέτριψαν τη δημαγωγία μαζί με το διπλό αντιευρωπαϊκό και αντιδημοκρατικό ψέμα, τόσο αυτό με το αριστερό προσωπείο όσο και εκείνο με το ακροδεξιό πρόσωπο του φασισμού και του μίσους».

Κλείνοντας ο Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε ένα αισιόδοξο μήνυμα για το μέλλον της Ευρώπης λέγοντας «Μπορούμε! Μπορούμε να απαντήσουμε θετικά στην πρόκληση της γενιάς μας. Και να κάνουμε πιο πράσινη, πιο ψηφιακή, πιο παραγωγική, πιο δίκαιη, πιο ευαίσθητη, την ήπειρό μας για εκείνους που την κατοικούν. Κυρίως όμως για τις νέες και τους νέους μας, τις ανησυχίες και τα όνειρα των οποίων κανείς δεν μπορεί να αγνοεί».

Ολόκληρη η ομιλία του πρωθυπουργού έχει ως εξής: “Για τη χώρα άνοιγε ένα συναρπαστικό ταξίδι με τριπλό προορισμό: την Ασφάλεια, τη Δημοκρατία και την Ευημερία. Αυτό το ταξίδι συνεχίζουμε σήμερα, κρατώντας σταθερά την ίδια πυξίδα αλλά έχοντας πια πιο δυνατό άνεμο στα πανιά μας, περισσότερους επιβάτες στο ευρωπαϊκό σκάφος. Και στο τιμόνι του ισχυρούς θεσμούς, που γιορτάζουν τώρα μαζί μας και τους οποίους ευχαριστώ θερμά για την παρουσία τους.

Εκείνη η στιγμή του 1981, πάντως, δεν ήλθε χωρίς περιπέτειες. Ας θυμηθούμε ότι η σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρώπη είχε ήδη αποφασιστεί το 1961. Η απριλιανή δικτατορία όμως, στα πολλά δεινά που προκάλεσε πρόσθεσε και αυτό του «παγώματος» της ευρωπαϊκής προοπτικής της πατρίδας μας, υπονομεύοντας την ελευθερία, την οικονομία και τον εκσυγχρονισμό της. Ο χαμένος χρόνος έληξε μαζί με την τυραννία. Κι έτσι, το 1975, η δημοκρατική Ελλάδα απευθύνθηκε και πάλι στην Ευρώπη.

Ήταν μια κίνηση με ρεαλισμό και όραμα. Γιατί σφράγιζε τη μετάβαση στην πολιτική ομαλότητα με την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Και ταυτόχρονα χάραζε και τη λεωφόρο στην οποία θα βάδιζε η πατρίδα μας τις επόμενες δεκαετίες. Ήταν πολλοί εκείνοι που αντέδρασαν τότε. Όλοι τους, ωστόσο, αγνοούσαν τη συγκυρία της εποχής, με νωπή ακόμα την Κυπριακή τραγωδία και με τη δημοκρατία μας στα πρώτα της βήματα. Όπως, όμως, και την εμβέλεια του εγχειρήματος, με ένα μεσαίο ευρωπαϊκό κράτος να βρίσκει, επιτέλους, ασφαλές λιμάνι σε μία ισχυρή υπερεθνική συμμαχία, μέσα σε έναν αβέβαιο κόσμο.

Η απόφαση εκείνη ίσως να μην πληρούσε πλήρως τα αυστηρά τεχνοκρατικά κριτήρια. Απαντούσε, όμως, σε μια ιστορική αναγκαιότητα. Γι’ αυτό και, σταδιακά, όλο το κομματικό φάσμα -με ελάχιστες εξαιρέσεις- συνέκλινε στην ευρωπαϊκή κοίτη. Για να αποτελέσει σήμερα αδιαπραγμάτευτη συνιστώσα της δημόσιας ζωής αλλά και σταθερό ορίζοντά της. Με πολιτικό πρόσημο αλλά και με εθνικό περιεχόμενο και διαχρονική ισχύ.

Η ελληνική υπόθεση, πάντως, πλούτισε και την εμπειρία της ίδιας της Ευρώπης. Γιατί ήταν η πρώτη υποδοχή κράτους του Νότου από εκείνα που είχαν βιώσει δικτατορικά καθεστώτα. Για να ακολουθήσουν, λίγο μετά, η Ισπανία και η Πορτογαλία, και αργότερα οι χώρες του ανατολικού μπλοκ. Ήταν, λοιπόν, η ελληνική είσοδος στην ευρωπαϊκή οικογένεια η αρχή μιας πολυσήμαντης διεύρυνσης. Μιας διεύρυνσης όχι μόνο σε μέλη αλλά και σε αξίες. Γι’ αυτό και τολμώ να πω ότι η ώσμωση με τον τόπο μας και την ιστορία του αποτύπωνε και την απόφαση της τότε ΕΟΚ να αναδειχθεί, εκτός από ένα σχήμα οικονομικής συνεργασίας, και σε έναν υπερεθνικό φάρο δημοκρατίας. Προορισμένου να απλώνει διαρκώς το φως του και να ενώνει μεταξύ τους τις ακτίνες του.

Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν από τότε η κοινή μας διαδρομή, κύριοι Πρόεδροι, υπήρξε συναρπαστική. Η επιταγή της ανάπτυξης συνάντησε την αναγκαιότητα της πολιτικής συνεννόησης. Το πρόταγμα της δικαιοσύνης την εξέλιξη των δικαιωμάτων. Και οι εθνικές αποχρώσεις το πολύχρωμο «ουράνιο τόξο» της ενιαίας ευρωπαϊκής κουλτούρας.

Όμως και η Ελλάδα του 2021 είναι μία διαφορετική χώρα από εκείνη που έκανε τα πρώτα δειλά της βήματα στην ευρωπαϊκή κοινότητα. Μία χώρα ταλαιπωρημένη από κρίσεις, καταστροφές, δικτατορίες, εμφυλίους και συχνά ταλαιπωρημένη και από ένα αίσθημα εθνικής μοναξιάς, βιώνει σήμερα την πιο σταθερή και ανοιχτή δημοκρατία που γνώρισε ποτέ.

Η ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών κανόνων ενίσχυσε το κράτος δικαίου. Ήλθαν νέες αντιλήψεις για το Περιβάλλον, για τον Πολιτισμό, για την Παιδεία. Ενώ η κοινοτική ομπρέλα πλαισίωσε, ενίσχυσε, τη διπλωματική και αμυντική μας φαρέτρα.

Με λίγα λόγια, δεν πιστεύω ότι υπάρχει δημόσιο πεδίο το οποίο να μην ευεργετήθηκε με κάποιο τρόπο από τη συμβολή της Ευρώπης. Όπως και στην οικονομία: oι πόροι της Ένωσης προίκισαν τη χώρα μας με υπερπολύτιμες υποδομές. Στήριξαν -εδώ και πολλές δεκαετίες- την αγροτική παραγωγή, ενθαρρύνοντας τον εξαγωγικό της προσανατολισμό. Η άρση των δασμών έστρεψε, αναγκαστικά, την ελληνική παραγωγή, την ελληνική βιομηχανία προς την ανταγωνιστική καινοτομία. Με το εμπόριο, τις υπηρεσίες, τον τουρισμό, να δρουν πλέον μέσα στη μεγάλη, πανευρωπαϊκή αγορά.

Δεν έλειψαν, ασφαλώς, και οι στιγμές που ο ρόλος της Ένωσης παρεξηγήθηκε, κάτι που, πιστεύω, ότι συνέτεινε και στην εκδήλωση της κρίσης της τελευταίας δεκαετίας. Όμως, η Ευρώπη είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα ταμείο. Είναι μία κοινή αντίληψη για τη ζωή, για την οικονομία και την κοινωνία που προσφέρει από τη μία δικαιώματα, αλλά γεννά από την άλλη και υποχρεώσεις.

Υπάρχει, από την άλλη πλευρά, και ο θετικός απολογισμός: η Ελλάδα άσκησε τέσσερις επιτυχημένες προεδρίες, δύο από τις οποίες, μάλιστα, συνέπεσαν και με διευρύνσεις. Εργάστηκε για τη διαμόρφωση των Μεσογειακών Προγραμμάτων, όπως και της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Πολλοί Έλληνες στελεχώνουν καίριες θέσεις σε ενωσιακούς θεσμούς. Δεκάδες χιλιάδες νέοι μας μοιράζονται το ευρωπαϊκό όραμα μέσω των προγραμμάτων Erasmus.

Η ελληνική πορεία στην Ευρώπη δεν υπήρξε πάντοτε ανέφελη. Όμως, σχετικά γρήγορα ο αντιευρωπαϊσμός έπαψε να αποτελεί κεντρικό επιχείρημα στην ελληνική πολιτική ζωή. Και χαίρομαι γιατί η παράταξη την οποία έχω την τιμή να εκπροσωπώ πρωτοστάτησε σε αυτό. Γιατί είτε βρισκόταν στην εξουσία είτε όχι παρέμεινε πάντα η μεγάλη παράταξη της Ευρώπης.

Θυμίζω ότι το 1992, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προώθησε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, με ευρύτατη πλειοψηφία τότε, χάρη στην ωριμότητα και των άλλων πολιτικών κομμάτων. Αλλά και ως αντιπολίτευση, η Νέα Δημοκρατία στήριξε τους δύο εθνικούς στόχους: την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την είσοδό μας στην Οικονομική και Νομισματική ένωση και τελικά στο ευρώ.

Γύρω από το ζητούμενο της δυνατής ευρωπαϊκής Ελλάδας οικοδομήθηκαν, λοιπόν, ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις αναβαθμίζοντας την ποιότητα της εσωτερικής πολιτικής ζωής. Με ένα μόνο σκοτεινό διάλειμμα: την περίοδο κατά την οποία επικράτησε ο διχαστικός λαϊκισμός, το 2015. Τότε που η χώρα οδηγήθηκε ένα μόλις βήμα πριν τον γκρεμό. Και πάλι όμως, οι προοδευτικές δυνάμεις αντιστάθηκαν και διέλυσαν τα έωλα συνθήματα. Κράτησαν τον τόπο στην Ευρώπη και στο κοινό νόμισμα. Και τελικά συνέτριψαν τη δημαγωγία μαζί με το διπλό αντιευρωπαϊκό και αντιδημοκρατικό ψέμα, τόσο αυτό με το αριστερό προσωπείο όσο και εκείνο με το ακροδεξιό πρόσωπο του φασισμού και του μίσους.

Αγαπητοί φίλοι, κυρίες και κύριοι,

Σήμερα η Ελλάδα είναι πρωταγωνιστής με αξιοπιστία και ισχύ. Η οικονομία της αναβαθμίζεται διαρκώς, ενώ οι κινήσεις της στη διεθνή σκακιέρα φέρνουν αποτελέσματα: στην υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συνόρων αλλά και στην ανθρωπιστική συμβολή για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού προβλήματος. Όπως και στις πρωτοβουλίες ειρήνης που αναπτύσσονται στη Μεσόγειο της Ευρώπης.

Αλλά και η πανδημία στάθηκε πεδίο όπου εκδηλώθηκαν οι αρετές των Ελλήνων. Η χώρα αύξησε σημαντικά τη δυναμικότητα του συστήματος υγείας, ενώ ψηφιοποίησε οριζόντια τις δράσεις του κράτους. Κάτι το οποίο αποτυπώνεται και στους πολύ γρήγορους ρυθμούς των εμβολιασμών. Πρόκειται για το απόσταγμα μιας οδυνηρής εμπειρίας, που σήμερα καλούμαστε να μετατρέψουμε σε καθαρό νερό για να αρδευτεί ένα εύφορο αύριο.

Γι’ αυτό κι είμαι υπερήφανος, καθώς μαζί με άλλους οκτώ ευρωπαίους ηγέτες πρωτοστατήσαμε -με μια επιστολή που είχαμε στείλει τον Μάρτιο του περασμένου έτους στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου- στην ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Κάτι το οποίο φάνταζε πριν από 1,5 χρόνο όνειρο απατηλό έγινε πραγματικότητα. Και αυτό θα είναι και ο οδηγός μας τις επόμενες δεκαετίες.

Περήφανος νιώθω και για τη συμβολή της Ελλάδας σε δύο ακόμα μεγάλα ευρωπαϊκά βήματα προς την μετα-Covid εποχή. Την από κοινού προμήθεια εμβολίων και την έκδοση του Ευρωπαϊκού Πιστοποιητικού Covid που θα επιτρέψει και πάλι στους πολίτες μας να ταξιδέψουν με ασφάλεια. Γιατί αυτά ήταν κατά τη γνώμη μου -η σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης και η αντιμετώπιση της πανδημίας- δύο κορυφαία επιτεύγματα της Ευρώπης για την υπέρβαση της υγειονομικής κρίσης.

Κλείνω με το αισιόδοξο μήνυμα το οποίο πιστεύω ότι πρέπει να εκπέμψει και η Διάσκεψη για το κοινό μας Μέλλον.

Συμπολίτες μου της Ευρώπης,

Μπορούμε! Μπορούμε να απαντήσουμε θετικά στην πρόκληση της γενιάς μας. Και να κάνουμε πιο πράσινη, πιο ψηφιακή, πιο παραγωγική, πιο δίκαιη, πιο ευαίσθητη, την ήπειρό μας για εκείνους που την κατοικούν. Κυρίως όμως για τις νέες και τους νέους μας, τις ανησυχίες και τα όνειρα των οποίων κανείς δεν μπορεί να αγνοεί.

Τα επόμενα χρόνια είναι στο χέρι μας να γίνουν τα χρόνια της ανόρθωσης. Με μεγαλύτερη γεωπολιτική επιρροή της Ένωσής μας. Με περισσότερη συνοχή στις κοινωνίες μας. Και με ανάδειξη της κοινής μας ταυτότητας, που συνδυάζει την ευρωπαϊκή με την εθνική υπερηφάνεια. Αυτό είναι το στοίχημα που πρέπει να κερδίσουμε. Και θα το κερδίσουμε.

Η Ελλάδα βαδίζει γοργά στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, γιορτάζοντας τα 200 χρόνια της ελευθερίας της και τα 40 χρόνια της ευρωπαϊκής διαδρομής της. Και θυμάται ότι πάντα σε αυτή την πολυκύμαντη και ταραχώδη διαδρομή, πάντα στις δυσκολίες, έστρεφε το βλέμμα της στην Ευρώπη. Και η Ευρώπη ήταν πάντα εκεί για την Ελλάδα, όπως και η Ελλάδα ήταν και είναι εδώ για την Ευρώπη”.