Αν ρωτούσαν έναν μέσο φίλαθλο, ποιος από τους έντεκα που έπαιξαν στον τελικό του Γουέμπλεϊ το 1971 θα «έφευγε» τελευταίος από τη ζωή, οι 11 στους 10 θα απαντούσαν «ο Μίμης». Διότι, ως ισχύει σε αυτήν τη χώρα, οι μεγάλοι άνδρες μένουν στην ιστορία, εν ζωή και μετά, με το μικρό τους όνομα. Ήταν ο Μίμης όλων. Ήταν ο Μίμης του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Ο Δομάζος, που μπήκε πρώτος στο Γουέμπλεϊ τον Ιούνιο του 1971 στον τελικό κόντρα στον Αγιαξ, φορώντας το περιβραχιόνιο του Παναθηναϊκού, «έφυγε» και πρώτος. Από τη ζωή. Όχι από τη συλλογική, ποδοσφαιρική μας μνήμη, όπου θα μείνει για πάντα αξέχαστος.

Η κηδεία του Μίμη Δομάζου θα γίνει στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών σήμερα στις 3 το μεσημέρι. Πιο πριν, την ίδια μέρα, συγκεκριμένα στις 9 το πρωί, θα έχει προηγηθεί λαϊκό προσκύνημα στη σορό του στη Μητρόπολη Αθηνών, ενώ, νωρίτερα, η πομπή θα σταματήσει μπροστά στο εμβληματικό γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας όπου θα παίξει ο ύμνος του Παναθηναϊκού προς τιμή του. Προς τιμή του «στρατηγού» του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Δημοφιλής όσο… η Αλίκη!

Ο Μίμης Δομάζος υπήρξε ένας εκ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών της εποχής του και όχι μόνο, αφού τα πεπραγμένα του στα γήπεδα κυρίως με τη φανέλα του Παναθηναϊκού μένουν ακόμα βαθιά χαραγμένα στη μνήμη των ποδοσφαιρόφιλων. Η χάρη του Μίμη, ωστόσο, δεν περιορίστηκε μονάχα στο αγαπημένο του άθλημα. Σύμφωνα με περιοδικά και αναφορές της εποχής, είχε μεγάλη επιρροή για όλη την ελληνική κοινωνία βάζοντας το όνομά του δίπλα σε εκείνα μεγάλων προσωπικοτήτων του 20ού αιώνα.

Σύμφωνα με τον Άρη Ξηντάρα, που έγραψε βιβλίο για τον Δομάζο, με τίτλο «Μυστικά και άλλες αποκαλύψεις», ο «στρατηγός» συμπεριλαμβάνεται στη λίστα με ονόματα που έχουν αφήσει και θα αφήσουν το αποτύπωμά τους για πολλές γενιές ακόμα, όπως οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Μίκης Θεοδωράκης, Μελίνα Μερκούρη, Ανδρέας Παπανδρέου, Νίκος Γκάλης, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Γεώργιος Σεφέρης και άλλοι! Τέτοιο ήταν το μεγαλείο που είχε δημιουργήσει ο αείμνηστος Μίμης στον χώρο της ελληνικής κοινωνίας.

Τη δεκαετία του ’70 και μετά το έπος του Γουέμπλεϊ, ο χαρισματικός ποδοσφαιριστής είχε φτάσει στο απόγειο της δόξας του. Σε δημοσκόπηση της εποχής μάλιστα από το περιοδικό «Φαντάζιο» είχε προσπεράσει σε δημοφιλία την Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία μεσουρανούσε στον ελληνικό κινηματογράφο, με τη μια ταινία να διαδέχεται την άλλη και το όνομά της να είναι μονίμως στο επίκεντρο.

Η πασίγνωστη ηθοποιός εντυπωσιάστηκε από την εξέλιξη και σε συνδυασμό με την υποστήριξη της ομάδας που της πήρε την καρδιά, τον Παναθηναϊκό, αποφάσισε να επισκεφτεί με την παρέα την καφετέρια που διατηρούσε ο «στρατηγός» με σκοπό να μιλήσει με τον άνθρωπο που την εκθρόνισε από τη δημοσκόπηση του «Φαντάζιο». Πηγές αναφέρουν ότι οι δυο τους τα είπαν για αρκετές ώρες, με το... τετ α τετ τους να αποτελεί κορυφαίο γεγονός.

Σύμβολο της εποχής

Ο Δομάζος ήταν ένα σύμβολο της εποχής, ο πρώτος «σταρ» από τον χώρο του αθλητισμού, μια γνώριμη φιγούρα σε όλο τον κόσμο, ακόμη και σε αυτούς που δεν είχαν καμία σχέση με το ποδόσφαιρο. Η θυελλώδης σχέση του με τη Βίκυ Μοσχολιού απασχόλησε την κοινή γνώμη όσο εκείνη της Βουγιουκλάκη με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, και ο γάμος τους μάζεψε ακάλεστους στη Μητρόπολη περισσότερους από 30.000 ανθρώπους! Είχαν 7.000 μπομπονιέρες με ένα τριφύλλι και το κλειδί του σολ, σύμβολα δύο διαφορετικών αλλά όμορων κόσμων, που ήταν αδύνατον να μοιραστούν σε τόσο πολύ κόσμο.

Το προσωνύμιο «στρατηγός» το κέρδισε με το σπαθί του, λόγω της ηγετικής φυσιογνωμίας του εντός και εκτός γηπέδων. Ηταν γεννημένος νικητής, άνθρωπος με τρομερό πάθος, απολύτως αφοσιωμένος στο ποδόσφαιρο και σε κάθε στόχο που έβαζε στη ζωή του. Απόλαυσε την αγάπη των φίλων του Παναθηναϊκού, όπως και τον σεβασμό και την αναγνώριση των αντιπάλων του. Ακόμη κι όταν έμεινε ελεύθερος από τον ΠΑΟ, το 1978, πήγε στην ΑΕΚ και την οδήγησε στο πρωτάθλημα, στα 37 του (!), προτού επιστρέψει στους «πράσινους» για να κλείσει την καριέρα.

Η ποδοσφαιρική διαδρομή του τον έκανε ξεχωριστό. Παραμένει πρώτος σε συμμετοχές (536) στη μεγάλη κατηγορία του ελληνικού ποδοσφαίρου και ο Έλληνας ποδοσφαιριστής με τους περισσότερους τίτλους (14). Είχε 50 συμμετοχές στην Εθνική ομάδα, δεν ήταν όμως παρών στο κρίσιμο παιχνίδι με τη Ρουμανία που έκρινε την πρόκριση στο Μουντιάλ του 1970. Αρνήθηκε να σκύψει το κεφάλι σε μια επίδειξη δύναμης του ομοσπονδιακού προπονητή, Νταν Γεωργιάδη, με αφορμή μια φανέλα που δεν του την έφερε ο φροντιστής, γι’ αυτό και δεν την είχε φορέσει, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί από τον «τελικό» και να χαθεί μια καλύτερη ευκαιρία για τη νίκη-πρόκριση.