Όσοι πέφτουν στο κρεβάτι για ύπνο νωρίς, συγκεκριμένα μεταξύ 10 και 11 το βράδυ, έχουν μικρότερο κίνδυνο να εμφανίσουν πάθηση της καρδιάς και να πάθουν έμφραγμα ή εγκεφαλικό, σε σχέση με όσους πηγαίνουν για ύπνο πιο αργά ή ακόμη νωρίτερα, πριν τις 10, σύμφωνα με μία νέα βρετανική επιστημονική μελέτη.
Αν και αρκετές μελέτες έως τώρα είχαν συσχετίσει τη διάρκεια του ύπνου με την καρδιαγγειακή υγεία, η σχέση ανάμεσα στο πότε πέφτει κανείς για ύπνο και στην υγεία της καρδιάς δεν είχε μελετηθεί επαρκώς, κάτι που κάνει η νέα έρευνα σε μεγάλο δείγμα πληθυσμού. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ντέηβιντ Πλανς του Πανεπιστημίου του Έξετερ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «European Heart Journal – Digital Health» της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για 88.026 άτομα με μέση ηλικία 61 ετών (από 43 έως 79).
Η καταγραφή των συνηθειών ύπνου έγινε επί μία εβδομάδα με ειδική συσκευή τοποθετημένη στο χέρι των συμμετεχόντων, οι οποίοι κλήθηκαν, επίσης, να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια με στοιχεία δημογραφικά, ιατρικά και τρόπου ζωής. Στη συνέχεια παρακολουθήθηκαν για πιθανή διάγνωση εμφράγματος, καρδιακής ανεπάρκειας, χρόνιας ισχαιμικής νόσου, εγκεφαλικού κ.ά.
Στη διάρκεια των επόμενων έξι ετών, το 3,6% των ατόμων εμφάνισαν κάποιο τέτοιο πρόβλημα. Η πιθανότητα ήταν μεγαλύτερη για όσους κοιμούνταν μετά τα μεσάνυχτα και μικρότερη για όσους έπεφταν για ύπνο μεταξύ 10 και 11 π.μ.
Σε σχέση με όσους κοιμούνταν μεταξύ 10-11 π.μ., εκείνοι που κοιμούνταν μετά τα μεσάνυχτα είχαν κατά μέσο όρο 25% μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, όσοι κοιμούνταν μεταξύ 11 και 12 π.μ. είχαν 12% μεγαλύτερο κίνδυνο, ενώ οι άνθρωποι που έπεφταν για ύπνο πριν τις 10 π.μ., είχαν 24% αυξημένο κίνδυνο. Ο κίνδυνος ήταν γενικά πιο αυξημένος στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες, συνεπώς είναι αυτές που φαίνεται πως έχουν να ωφεληθούν περισσότερο εάν πέφτουν στο κρεβάτι μεταξύ 10-11 π.μ.
«Το σώμα έχει ένα 24ωρο εσωτερικό ρολόι, που λέγεται κιρκάδιος ρυθμός και βοηθά στη ρύθμιση των σωματικών και νοητικών λειτουργιών. Μολονότι δεν μπορούμε να συνάγουμε μία σχέση αιτιότητας από τη μελέτη μας, τα αποτελέσματά της δείχνουν ότι η ώρα του ύπνου είτε πολύ νωρίς είτε αργά είναι πιθανότερο να διαταράξει το ρολόι του σώματος, κάτι που έχει αρνητικές επιπτώσεις στην καρδιαγγειακή υγεία», ανέφερε ο Πλανς.
«Η μελέτη μάς δείχνει ότι η καλύτερη δυνατή ώρα για ύπνο είναι συγκεκριμένη στον 24ωρο κύκλο του σώματος και οι αποκλίσεις από αυτήν μπορεί να αποβούν επιβλαβείς για την υγεία. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι όταν κοιμάται κάποιος μετά τα μεσάνυχτα, πιθανώς επειδή έτσι μειώνει την πιθανότητα να δει το πρωινό φως, που θέτει σε επανεκκίνηση το σωματικό ρολόι», πρόσθεσε.
Ο ίδιος επεσήμανε ότι παραμένει ασαφής η αιτία για την παρατηρούμενη πιο έντονη συσχέτιση στις γυναίκες, από ό,τι στους άνδρες, μεταξύ της ώρας ύπνου και της καρδιαγγειακής υγείας. Μία πιθανή εξήγηση, όπως είπε, είναι ότι «υπάρχει μία διαφορά φύλου στο πώς το ενδοκρινικό σύστημα ανταποκρίνεται σε μία διαταραχή του κιρκάδιου ρυθμού».
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τους ερευνητές, «η ώρα του ύπνου προκύπτει ότι είναι ένας πιθανός παράγοντας καρδιαγγειακού κινδύνου, ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες κινδύνου ή από την ποιότητα του ύπνου. Αν αυτά τα ευρήματα επιβεβαιωθούν και από άλλες έρευνες, τότε τόσο η ώρα του ύπνου όσο και η ποιότητά του μπορούν να αποτελέσουν ένα χαμηλού κόστους στόχο της δημόσιας υγείας, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος για καρδιοπάθειες».