Για τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Οικουμενικό, τον ιδιοφυή, τον ριζοσπάστη, τον αταλάντευτο μαχητή της ελευθερίας και τον ασυμβίβαστο εραστή της δημοκρατίας, θα διαβάσετε και θ’ ακούσετε πολλά αυτές τις ημέρες. Δικαίως φυσικά αφού από χθες ανήκει στον κόσμο των αθανάτων.
Δεν θέλω να σταθώ διόλου στις πολιτικές αναζητήσεις του Μίκη Θεοδωράκη αν κι αυτές καθόρισαν επανειλημμένως το πνευματικό του έργο, ασχέτως που ενίοτε οι πολιτικές παλινωδίες άγγιξαν τα όρια της γραφικότητας.
Μα θα σταθώ στην ανεπανάληπτη μουσική του ιδιοφυία που του έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργήσει ανεπανάληπτα έργα. Μερικά εκ των οποίων είχαν την σφραγίδα του μέγιστου ουμανισμού που κυριαρχούσε στην ψυχή και στο μυαλό του.
Ο Μίκης δεν είναι ένας μουσικοσυνθέτης που απλώς γράφει και βάζει τιε νότες στη σειρά. Είναι η ευφυής δημιουργία που ζωγραφίζει με μουσικές το σύμπαν. Που συγκολλάει και κεντάει τα συναισθήματα αιώνων του λαού μας, από τη βυζαντινή και δημοτική παράδοση μέχρι την κλασική μουσική , τα ορατόρια και τα μπουζούκια. Συνέθεσε τα λόγια των ποιητών και κατάφερε να τους φέρει δίπλα στα λαϊκά στρώματα.
Ο Μίκης έζησε μια ζωή με πολλά και μεγάλα κεφάλαια που το καθένα από αυτά είναι πολλά μυθιστορήματα. Η κρητική παράδοση –εκ της καταγωγής του πατέρα του- σε συνδυασμό με την μικρασιατική αρχοντιά –εκ της καταγωγής της μητέρας του- είναι σαφές ότι διαποτίζουν τη ψυχή του και καθορίζουν το συνθετικό του μέλλον. Σε συνδυασμό με τα «αρώματα» της ελληνικής επαρχίας που «χρωμάτισαν» την παιδική του ψυχή. Άλλωστε οι συνεχείς μεταθέσεις του πατέρα του, τον έκαναν κατά περιόδους Χιώτη, Πατρινό, Πυργιώτη, Μυτιληνιό, Κεφαλλονίτη, Γιαννιώτη, Τριπολιτσιώτη. Κι αυτά τα χρώματα από πολύ μικρός τα χωρούσε στις νότες του βιολιού (αρχικά) και του πιάνου του. Αμούστακο παιδί μαγεύεται από τον Παλαμά και τον Σολωμό κι αρχίζει να επιχειρεί να τους χωρέσει σε νότες. Είναι σαφές, η μουσική είναι η ζωή του και το ωδείο Αθηνών ο πρώτος σταθμός σπουδών, πριν ακολουθήσει το Παρίσι, όπου αρχίζει να μεγαλουργεί. Γράφει συμφωνικά έργα μα και μουσική δωματίου, ακόμη και παιδικά τραγουδάκια που μεταδίδονται από την «μυθική» εκπομπή της θείας Λένας στο ραδιόφωνο. Πείνα και των γονέων.
Κάπου εκεί έρχεται η συνάντηση με το έτερο «μουσικό τέρας», τον Μάνο Χατζηδάκη. Ενορχηστρώνει το «Όνειρο Θερινή Νυκτός» για το Βασιλικό Θέατρο και γράφει μουσικές επενδύσεις για ραδιοφωνικά σκετς… Στο Παρίσι πάλι, ανακαλύπτει τον κινηματογράφο και γράφει υπέροχες μελωδίες προκειμένου να επενδυθούν –σταδιακά στον χρόνο- κορυφαίες ταινίες. «Η απαγωγή τον στρατηγού Κράιπε», «Zorba the Greek», «Honeymoon», «Φαίδρα», «Ζ», «Σέρπικο», «Συνοικία τ’ όνειρο», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο»…
Το 1957, σε ηλικία 32 ετών, κατακτά το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νέων Συνθετών της Μόσχας με την «Σουίτα Νο 1» για πιάνο και ορχήστρα! Η γαλλική «Le Monde», τον αποκαλεί «νέο Στραβίνσκι».
Δεν κάνει άλλη δουλειά από το να παίζει στο πιάνο ή να σημειώνει νότες σε κάθε χαρτί που βρίσκει. Η φήμη του έχει αρχίσει να εξαπλώνεται και κορυφαίοι δημιουργοί του θεάτρου του ζητούν να γράψει μουσικές στα έργα τους, Όπως ο Μινωτής που φτάνει στο Παρίσι και του ζητά να γράψει μουσική για τις Φοίνισσες του Ευριπίδη, που θέλει ν’ ανεβάσει στην Επίδαυρο. Εν των μεταξύ γράφει πια και σπουδαία τραγούδια, όπως όλα όσα περιλαμβάνονται στον «Επιτάφιο».
Η ιστορία κτυπά την πόρτα του το φθινόπωρο του 1960. Ο Οδυσσέας Ελύτης, στου Λουμίδη, τον πλησιάζει και του ζητά να εμπνευστεί από το «Άξιον Εστί» που μόλις είχε τελειώσει. Διηγείται ο Μίκης: «Αφού το ρούφηξα μονομιάς, από την πρώτη ως την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω. Στην αρχή να είχα την πρόθεση να μην αφήσω απέξω κανένα στίχο… Μετά συνειδητοποίησα πως η σύνθεση που θα προέκυπτε, θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών. Εξάλλου στίχοι όπως το «Ένα το χελιδόνι», «Της αγάπης αίματα», «Ανοίγω το στόμα μου», «Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» με τράβηξαν σα μαγνήτες. Τους μελοποίησα αμέσως»….
Η κυκλοφορία του «Άξιον Εστί» σηματοδοτεί μια νέα εποχή στο αποκαλούμενο «έντεχνο λαϊκό τραγούδι». Σηματοδοτεί και την ταύτιση σπουδαίων ποιητών με την απλό λαό. Για σκεφτείτε: Ρίτσος , Σεφέρης, Ελύτης, Βάρναλης, Γκάτσος, Λειβαδίτης, Αναγνωστάκης. Η Ελλάδα «σείεται» με τη επική εξεγερτηκότητα της
«Ρωμιοσύνης» που παρουσιάζεται πρώτη φορά στο θέατρο «Κεντρικόν», το 1963, με τον Μπιθικώτση να παθαίνει σχεδόν αφωνία από το δέος και τη συγκίνηση…. Όταν όλα κύλησαν ομαλά, ο Χατζηδάκης πλησίασε τον Μπιθικώτση που ήταν στην αγκαλιά του Μίκη και του είπε: Είσαι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του αιώνα μας!
Είχε προηγηθεί η «Όμορφη πόλη» ενώ δεν αργεί η καθολική διεθνής αναγνώριση. Λόγω Ζορμπά! Στη συνέχεια γράφει ακόμη και στη φυλακή της χούντας. Κι όταν καταφέρνει να βρεθεί εκτός της «στρατοκρατούμενης» Ελλάδας, αρχίζει η παγκόσμια πολιτισμική περιοδεία του που παίζει τη μουσική του και ταυτοχρόνως «άδει» με τη Φαραντούρη και τον Πανδή (κυρίως) για την επάνοδο της ελευθερίας και δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Με την πτώση της δικτατορίας, επανέρχεται στην Ελλάδα με την αίγλη του παγκόσμιου. Οι Έλληνες εντρυφούν πια στο σύνολο του έργου του ενώ ο ίδιος επιστρέφει στις συμφωνικές του αναζητήσεις και την όπερα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο αθάνατος σύγχρονος Παρθενώνας της Ελλάδας. Παγκόσμια κληρονομιά της Ελλάδας εις τους αιώνες… Πόσο τυχεροί είμαστε, αλήθεια, που ζήσαμε και βιώσαμε την εποχή του…
Τώρα σιωπή! Τεράστια σιωπή! Μέχρι η απώλεια να συμφιλιωθεί με την παρουσία της απουσίας του, όπως έγραψε η φίλη μου Κυριακή Αιλιανού.