Η ερώτηση «Τι είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ);», υπάρχουν δύο τρόποι να απαντηθεί. Ο ένας αφορά στη δομή και τη λειτουργία της και ο άλλος στις ιδέες της (ελευθερία, δημοκρατία, κράτος δικαίου κ.α.). Ο πρώτος τρόπος περιγράφει αυτό που είναι η ΕΕ τώρα και ο δεύτερος αυτό που θέλει να γίνει στο μέλλον. Ο σύνδεσμος μεταξύ αυτών των δύο – της πραγματικής και της «επιθυμητής» Ευρώπης – είναι η περίφημη και μονίμως αιτούμενη πολιτική εμβάθυνση της Ένωσης.
Με άλλα λόγια, όποιος και αν είναι ο ακριβής ορισμός της, είναι σαφές πως η ΕΕ είναι περισσότερο τεχνοκρατική από όσο θα ήθελε η ίδια να είναι, και επειδή ένας οργανισμός με το μέγεθος και την πολυφωνία της πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αλλάξει από μόνος του, οι σημαντικές γεωπολιτικές κρίσεις της εποχής μας της προσφέρουν τη μοναδική ευκαιρία να εξελιχθεί σε κάτι πιο συμπαγές πολιτικά. Αυτή η εξέλιξη έχει, εν προκειμένω, ξεκινήσει εδώ και περίπου δύο χρόνια με τη συζήτηση εντός της Ένωσης περί έκδοσης ευρωομολόγου για την ευρωπαϊκή άμυνα, και ο μόνος λόγος που έχει «κολλήσει» και δεν μπορεί το ευρωομόλογο να περάσει από την θεωρία στην πράξη είναι η διστακτικότητα της Γερμανίας και τον υπόλοιπων βόρειων χωρών της Ένωσης (Ολλανδία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία).
Εν κενώ, οι Ευρωπαίοι εταίροι μας έχουν ένα δίκαιο να μη θέλουν το ευρωομόλογο. Δεν μπορεί ο Βορράς να τροφοδοτεί με μηδενικά επιτόκια το Νότο. Εν τοις πράγμασι, όμως, φαίνεται ότι υποτιμούν τις ξεκάθαρες απειλές στα ευρωπαϊκά σύνορα από την Τουρκία του Ερντογάν και τη Ρωσία του Πούτιν. Ειδικά δε σε ό,τι αφορά την Γερμανία, η στάση της φαίνεται τουλάχιστον εμμονική, καθώς διακινδυνεύει να κάνει ξανά το λάθος που έκανε και δέκα χρόνια πριν... Τότε που η καγκελάριος Μέρκελ προσπαθούσε να καλοπιάσει τη Ρωσία στην ουκρανική κρίση του 2014, ώσπου η Ρωσία απλά προσάρτησε την Κριμαία, προκαλώντας έτσι στην Πολωνία κρίση πανικού, η οποία με τη σειρά της προκάλεσε στη Γερμανία τη συνειδητοποίηση ότι το κυριότερο συμφέρον της είναι η ακεραιότητα της Ένωσης.
Βλέπετε, η Γερμανία στα χρόνια της Μέρκελ ήταν διστακτική γεωπολιτικά σε τέτοιο βαθμό, που υπονόμευε τα ίδια της τα συμφέροντα μακροπρόθεσμα. Αυτό έχει να κάνει προφανώς με την πολύ συντηρητική στάση που έχει κατά κανόνα η Γερμανία στην εξωτερική της πολιτική μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία στάση όμως είναι αντιπαραγωγική όταν παρουσιάζονται κρίσεις. Ο σημερινός καγκελάριος είναι μία βελτίωση σε σχέση με την προκάτοχό του υπό αυτούς τους όρους, αλλά δεν παύει να είναι και αυτός πολύ διστακτικός.
Μετά από δεκαέξι χρόνια ηγεσίας της Μέρκελ, βέβαια, είναι μάλλον αυτονόητο ότι τα πράγματα δεν θα άλλαζαν στη Γερμανία από τη μία στιγμή στην άλλη, αλλά αν μαζί με τον Ερντογάν και τον Πούτιν συνυπολογίσουμε και τον Τραμπ, ο οποίος φαίνεται ότι επανέρχεται στην ηγεσία των ΗΠΑ, η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια του χρόνου. Η Γερμανία με κάποιο τρόπο πρέπει να ξεφύγει από τα μερκελικά της σύνδρομα, ώστε να δει κατάματα τη σημερινή γεωπολιτική αστάθεια και να πάψει να αντιστέκεται στην έκδοση του ευρωομόλογου για την Άμυνα. Αν καταφέρει κάτι τέτοιο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι και οι υπόλοιπες χώρες του Βορρά θα την ακολουθήσουν.
Συμπερασματικά, αν δεν ενισχυθεί η ασφάλεια της ΕΕ τώρα, ενδεχομένως να μην ενισχυθεί και ποτέ. Ήδη χάθηκε μία καλή πρώτη ευκαιρία το 2014 με την Κριμαία. Αν χαθεί και η δεύτερη το 2024, με δύο πολέμους να διεξάγονται στα σύνορα της Δύσης και ενώ υπάρχει πια και το προηγούμενο της έκδοσης ευρωομολόγου για την πανδημία, πιθανόν να μην υπάρξει τρίτη. Ή, αν υπάρξει, τότε το κόστος θα είναι πολύ μεγαλύτερο από το σημερινό και ίσως να μη μετριέται μόνο σε ευρώ, αλλά και σε ανθρώπινες ψυχές.