Τα ξημερώματα της περασμένης Τετάρτης ο Γιάννης Αντετοκούνμπο κατέκτησε το πρωτάθλημα του NBA κι έτσι, εκτός του ότι έγινε αυτομάτως ο μεγαλύτερος Έλληνας αθλητής όλων των εποχών, έκανε χαρούμενους όχι μόνο τους δικούς του ανθρώπους, αλλά και πολλούς από εμάς, εδώ στην Ελλάδα, που τον παρακολουθούμε από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στις ΗΠΑ και τον μαγικό κόσμο του NBA.
Η επιτυχία ενός αθλητή βέβαια είναι κατά βάση προσωπικό του επίτευγμα. Εάν, δε, σκεφτούμε πως η εθνικότητα του καθενός είναι αποτέλεσμα συγκυριών, πόσο δικαιολογημένοι είμαστε, αλήθεια, να συγκινούμαστε με την επιτυχία ενός ομοεθνούς μας αθλητή;
Όταν μιλάμε για τον Γιάννη, είμαστε δικαιολογημένοι 100%. Βλέπετε, ο Γιάννης έχει το «κουσούρι» να μην ξεχνά από πού ξεκίνησε και δεν παραλείπει ποτέ να το λέει και να το δείχνει. Όταν σε όλη αυτή τη διαδρομή του προς την κορυφή του αθλητικού κόσμου δεν σταματά να μας φωνάζει «είμαι ένας από εσάς», πώς να μείνουμε ασυγκίνητοι; Στις πιο πολλές από τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας του επέλεξε να κρατά με καμάρι μία ελληνική σημαία, ενώ λίγη ώρα μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος, δήλωσε στα ελληνικά μέσα πως θέλει να κερδίσει κάτι και με την εθνική ομάδα, χωρίς καν να ερωτηθεί σχετικά.
Προφανώς λοιπόν αυτή εδώ η χώρα που ζούμε, με όλα τα στραβά και τα ανάποδά της, κάτι έκανε πολύ καλά με αυτό το παιδί. Τι ακριβώς είναι αυτό το κάτι, πάντως, είναι νεφελώδες. Ο Γιάννης πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, είναι γνωστό αυτό, αλλά ήταν αρκετά τυχερός ώστε να έχει τα φυσικά προσόντα και το ταλέντο για να ασχοληθεί με τον αθλητισμό, ένα δηλαδή φύσει αξιοκρατικό πεδίο, και ειδικά με το μπάσκετ, που είναι από τους ελάχιστους αθλητικούς τομείς στην Ελλάδα με αξιοπρεπείς υποδομές. Από εκεί και πέρα, το μόνο που έπρεπε να κάνει, ήταν αυτό που κατά κανόνα δεν θέλουν οι Έλληνες για τα παιδιά τους: Να δουλέψει.
Το γιατί ο Γιάννης, με το που ξεκίνησε να δουλεύει, ξέχασε μετά να σταματήσει, είναι ένα μυστήριο που δεν είμαστε σε θέση να το λύσουμε εμείς. Πιθανόν να έχει να κάνει με το πώς τον μεγάλωσε ο πατέρας του (όπως έχει πει και ο ίδιος), αλλά, αντίθετα από ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι, η επιστημονική έρευνα μας λέει ότι ο κοινωνικός περίγυρος των παιδιών, οι παρέες τους δηλαδή, είναι πιο καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους από ό,τι η συμπεριφορά των γονιών τους. Ίσως πάλι να έχει να κάνει με τις δυσκολίες που συνάντησε η οικογένειά του όταν ήταν μικρός και τον επηρέασαν, ποιος ξέρει; Πάντως δυσκολίες έχουν συναντήσει κι άλλες πολλές οικογένειες με παιδιά πολύ διαφορετικά από το Γιάννη, τα οποία τα έστελναν στο ίδιο σχολείο που φοιτούσε κι εκείνος.
Ο Γιάννης μεγάλωσε, με άλλα λόγια, στο εκπαιδευτικό σύστημα που μεγαλώσαμε κι εμείς, έκανε τις ίδιες παρέες με εμάς και έπαιζε μπάσκετ στα ίδια πάρκα που παίζαμε κι εμείς και βρήκε τον τρόπο να κρατήσει τα καλύτερα στοιχεία από την παιδεία και τη νοοτροπία μας. Σεμνός και προσγειωμένος σε κάθε του κουβέντα, όταν τελείωσε το παιχνίδι που του έδωσε το πρωτάθλημα, έφυγε αμέσως στις κερκίδες για να αγκαλιάσει τη μητέρα του και, την επόμενη μέρα, γνωστός αθλητικός σχολιαστής στις ΗΠΑ αναρωτιόταν «τι είδους ηγέτης είναι αυτός που δεν αγκάλιασε ούτε έναν συμπαίκτη του και πήγε στη μαμά του;» Τόσα χρόνια τον έχουν εκεί τον Γιάννη, ιδέα δεν έχουν ακόμα από Ελλάδα…
Η πιο εύστοχη παρατήρηση, όμως, ήρθε από άλλο διάσημο Αμερικανό σχολιαστή, λίγα λεπτά μετά το συγκεκριμένο παιχνίδι: «Το ότι ο Γιάννης είναι ο χειρότερος εκτελεστής ελεύθερων βολών που έχω δει και, στο πιο σημαντικό παιχνίδι της καριέρας του, τις έβαλε σχεδόν όλες, δείχνει ένα παιδί που δεν το βάζει στα πόδια μπροστά στην αποτυχία. Αντίθετα, κοιτάζει στα μάτια τις δυσκολίες και αυτό είναι που πρέπει να κρατήσουν όλοι οι άλλοι αθλητές βλέποντάς τον.» Συγγνώμη που θα σας προσγειώσω τώρα στη μιζέρια της ελληνικής πολιτικής επικαιρότητας, αλλά είναι αναπόφευκτη η σύγκριση της συγκεκριμένης νοοτροπίας, με τη νοοτροπία που εκφράζουν αυτές τις μέρες οι εγχώριες φωνές που εναντιώνονται στην ελάχιστη βάση εισαγωγής στα ΑΕΙ, γιατί μιλάμε για δύο εκ διαμέτρου αντίθετες στάσεις ζωής. Και, εκτός από αναπόφευκτη, η σύγκριση είναι και θλιβερή: Τα παιδιά μας καλούνται πλέον να καταβάλουν μία κάποια προσπάθεια για να μπουν στο πανεπιστήμιο, από εκεί που έμπαιναν κατά βούληση, και αυτή η αξίωση για προσπάθεια αποκαλείται από κάποιους «σφαγή».
Όλοι αυτοί οι διαφωνούντες, δηλαδή, δεν θέλουν να αλλάξει με τίποτα η κρατούσα στη χώρα μας αντίληψη ότι η αποτυχία ενός παιδιού στις Πανελλήνιες ισοδυναμεί περίπου με καταδίκη εις θάνατον. Μόνο που όταν μία κοινωνία απαγορεύει στα παιδιά της να αποτύχουν, γίνεται μοιραία μία κοινωνία αποτυχημένων ενηλίκων, γιατί δεν τους έμαθε ποτέ να παλεύουν. Τούτων δοθέντων, λοιπόν, είναι να αναρωτιέται κανείς από πού έμαθε ο Γιάννης να παλεύει έτσι, και να μας είναι ευγνώμων για αυτό κι από πάνω… Πώς το κάναμε αυτό; Ίσως θα πρέπει ως κοινωνία να ασχοληθούμε λίγο πιο σοβαρά με αυτό το ερώτημα και, όπως είπε και ο ίδιος ο Γιάννης στον προπονητή του με το που σήκωσε το τρόπαιο του πρωταθλητή, «Να το ξανακάνουμε!»